Με ένα μπουκέτο μοσχομύριστα χρυσάνθεμα!
Wednesday 31/01/2024

Με ένα μπουκέτο μοσχομύριστα χρυσάνθεμα!

Ευλαβικό μνημόσυνο στην ενάρετη ψυχή του Ιάκωβου Κυθρεώτη!

«Κυθρεώτης Ιάκωβος»

Ήταν του 2006 οι αρχές, όταν με ένα μαγνητοσκόπιο, λευκές φυλλάδες και μολύβια και με μία φωτογραφική στον ώμο, ανοίχτηκα στα στενά δρομάκια του Στροβόλου, της γειτονιάς του παππού μου, του Μακεδονομάχου παλαιού Πολεμιστού των Βαλκανικών Πολέμων, Σάββα Τενίζη, με της ψυχής μου τον ευλαβικό σκοπό να συναθροίσω τις ψηφίδες της προσωπικότητάς του! Να διεισδύσω μες της ψυχής του τις πτυχές, να τις μετροφυλλήσω, να μάθω για πότε γαλήνευε, για πότε μπαρούτιαζε άμα του πείραζαν τα Ιερά Ιδανικά Του, την Παναγιά του, τη Σημαία του! Να ακούσω και να οσμηστώ, από τις μαρτυρίες των ομοχώριών του κατευθείαν, τον παλμό, την αγωνιστικότητα, την απαρέγκλιτή του αφοσίωση και δοτικότητα σε όσα αγαπούσε!

Η στράτα μου με πήγε στις κορφές της Λυσού, εκεί που πήγε κι έφτιαξε κρυψώνα μες το κτήμα του στις «Κόπες» για το γιο του εγκάρδιου φίλου του Μιλτιάδη, τον Βαγορή Παλλικαρίδη!

Ιστός αράχνης υφαντό είναι η κάθε έρευνα, μόνη της σε παίρνει από το χέρι και σε πάει, από τη μία προφορική μαρτυρία στη γραπτή κι από το ένα μέρος και πηγή στην άλλη! 

«Τούτο το διάβασες;»

Με είχε ρωτήσει τότες ο πατέρας μου! Ένα φυλαγμένο άρθρο με τίτλο: 

«Ο Σημαιοφόρος», δημοσιευμένο στον τότε ημερήσιο τύπο όπου ο συγγραφέας, ξεδίπλωνε τις παιδικές του θύμισες κι όλο το θαυμασμό που έτρεφε για το Σημαιοφόρο!

«Γδούπος βαρύς ακούστηκε»

Κι έκανα κιόλας εικόνα πως μόνος γδούπος στης ασφάλτου τη στράτα, ήταν το γινάτι της ψυχής του παππού μου που ακούστηκε κι όχι οτιδήποτε άλλο,  καθώς πασχίζαν μαντραχαλαίοι Εγγλέζοι και δικοί, να αλυσοδέσουν το πολεμικό τους σθένος!

Μα το ´θελα! 

Το διψούσα πολύ, αντίκρυ από το συγγραφέα να καθίσω κι όσα είδε τότες μικρό παιδί,  να μου τα πει, να μου χορτάσει τη δίψα και την περιέργειά μου, να μου συστήσει το δικό μου τον παππού, πώς ήτανε, πώς φερότανε, πώς ισοζύγιζε παστρικό, ευθυτενή το βλέμμα, πώς τους παρέλυε τους Εγγλέζους με ένα του μεσόφρυδου του, δέσιμο αυστηρό!

«Ο παππούς σου, παιδάκι μου...»

Μα όσα κι αν στις τηλεφωνικές επικοινωνίες, μου ξεδίπλωσε, όσα κι αν με το δικό του γραφικό χαρακτήρα, έγραψε στο επιστολόχαρτο που μου έστειλε, δεν μου ήταν αρκετά μα ήθελα να ακούσω στη φωνή του τη συγκίνηση, το δάκρυ του να τρεμοπαίζει στις άκρες των ματιών του, να αξιωθώ στην εξιστόρηση, να ακούσω το παιδί Ιάκωβο των έξι  ή εφτά χρόνων να ανακαλεί στη μνήμη του, τα γεγονότα! 

Όταν ορίσαμε εκείνη τη συνάντηση, με ένα μπουκέτο λευκά χρυσάνθεμα επέλεξα να αντιδωρίσω τη χαρά μου, συμβολικά στο άρωμα καθώς πεισματικά ανθίζουν σε βοριάδες και κρύους Χειμώνες, σαν την ψυχή του Ιάκωβου, κάθε που βουτούσε το στυλό, το καλαμάρι της γραφίδας του μες την υπέροχη ενάρετη ψυχή του, σε βοριάδες και Χειμώνες και την αποτύπωνε χρυσάνθεμα μοσχομύριστα , στην όποια λευκή φυλλάδα! 

Ετούτος ο μικρός εφτάχρονος Ιάκωβος, μου το ´μαθε μαζί με τον Ιάκωβο των εβδομήντα τόσων χρόνων, να τις  παραμερίζω κι εγώ τις αγριάδες και να μυρίζω μόνο τα άνθη του κάμπου και την Άνοιξη και μες τα άνθη τα λευκά κι εγώ να βουτώ τη γραφίδα της ψυχής μου!  

Να ´χω κι εγώ δυο μάτια στοργικά να με αγαπούν όπως της Μάρως του, να ´χω κι εγώ μετά από κάθε της ψυχής αναμέτρηση, το δικό μου, απάνεμο ακυμάτιστο, ήσυχο λιμάνι!

Η γραφή της ψυχής, χρωματίζεται κι αποτυπώνεται στο λευκό χαρτί με όλα τα αισθητήριά μας, πιο ευσυγκίνητοι είμαστε, πιο ευαίσθητοι στο χειρισμό του λόγου!  

Κι ο μικρός Ιάκωβος, ήτανε άριστος χειριστής του λόγου, άριστος της καρδιάς και της ψυχής του ακροατής, άριστος της αγάπης της δοτικής και ανιδιοτελούς χορηγός και δωρητής!

Στη μνήμη του!

Αφιέρωμα γλυκό, αντιδώρισμα το αφιέρωμά μου, στην καλή του, Μάρω! 

Αναρτώ το  δημοσιευμένο αφιέρωμά μου ως έχει στις σελίδες της εφημερίδος: «Φιλελεύθερος», ημερομηνίας Πέμπτη, 13 Ιανουαρίου 2022

«Με της ψυχής, τη μελάνη! Κυθρεώτης  Ιάκωβος»

Ένα μπουκέτο μοσχομύριστα κατάλευκα χρυσάνθεμα βαστούσα μες το ένα χέρι μου και στ’ άλλο  μου, ισοζύγιζα το χάρτινο κουτάκι με όλα τα κουραμπιεδάκια που τους είχα φτιάξει, στο ίδιο χρώμα το λευκό, πασπαλισμένα άχνη ζάχαρη. 

Δεν ήταν τούτα, η μεγίστη έγνοια μου, μα η ψυχή μου που με κόπο πειθαρχούσα, μη και  πρώτη δρασκελίσει  το κατώφλι της εισόδου τους,  κι αρχίσει παιδί  ξέθαρρο, τις ερωτήσεις λαχτάρας, αθώας περιέργειας  μαζί  και αγωνίας! 

«Πείτε μου! Πάλι πείτε μου από την αρχή όλη την ιστορία! Πώς; Πότε και γιατί, θέλω να μάθω! Ποιος νίκησε; Το δίκιο; Ο Καλός; Η θέληση; Η επιμονή; Η ελευθερία;»

Αγέρωχος στεκότανε στην πόρτα του, μες το μολυβί σκουρόχρωμο κουστούμι του και το  λευκό το κολλαράκι του πουκάμισου, πλαισίωνε το χαμογελαστό καλοσυνάτο πρόσωπό του. Ανεπαίσθητα εμπρός ανάλαφρα, γυρτοί οι ώμοι του, καταδεικνύαν το πολύωρο των ετών της αφοσίωσης στο συγγραφικό του έργο! Αποστολή θεάρεστη να αφουγκράζεται ο συγγραφέας της ψυχής του τον προικισμό κι ως τέτοια να καταφέρνει να τη δίδει αναλλοίωτη στο λευκό χαρτί, γραφίδα,  ατόφια χρυσοποίκιλτη τροφή πνευματική κι ωφέλιμη στο αναγνωστικό κοινό του. 

«Τενίζη Δέσποινα! Η χαρά μου μεγίστη να σας γνωρίζω, κύριε Κυθρεώτη!»

Έτεινα χειραψία του το χέρι μου, πασχίζοντας να το λευτερώσω από όσα βαστούσα, καλούδια! Μες την αγκάλη του όλα τα χώρεσε μαζί μ’ αυτά κι εμένα! 

«Του αγαπητού μου, Ανδρέα, η θυγατέρα! Του αγαπημένου Σημαιοφόρου Τενίζη, η εγγόνα! Πέρασε κόρη μου! από ΄δω η Μάρω μου!»

Η Μάρω του εξίσου γλυκύτατη, ευγενέστατη, αρχόντισσα κυρία, χορτασμένη πληρέστατα από τη στοργική του φροντίδα κι αγάπη! Ακόμα και στον τρόπο που μου τραττάρισε, με κινήσεις αρχοντικά αέρινες  το τσάι βοτάνων, φαινόταν το ισοζυγισμένο τόσο όσο της αγάπης και της τρυφερότητας με την οποία φρόντιζε να της τρέφει την καρδιά της. 

«Η Μάρω μου, είναι της ψυχής μου το απάνεμο  λιμάνι! Καθισμένος στο γραφείο μου τούτο ΄δω, γράφω με τις ώρες, για τη ζωή, για τους ανθρώπους, για γεγονότα ταραχών που τραυματίσαν την ψυχή μου, αγγλοκρατίες, στερήσεις και χτυπήματα,   μα κάθε που ακουμπώ στο λευκό χαρτί την πένα μου, γυρνώ και αγναντεύω το χαμόγελό της, στην πολυθρόνα της αντίκρυ μου εκεί αρχόντισσα δική μου ένθρονη  με καλοδέχεται κάθε που επιστρέφω από όποιων γεγονότων τη γραφίδα!» 

«Δεκαπέντε, πέντε, εικοσιπέντε!» 

Ανάλαφρη, χάδι παρέμβαση διάκριτη ακούστηκε  επιβεβαιωτικά η καλή του Μάρω! 

«Η ημερομηνία γεννήσεως του Ιάκωβού μου!»

Λες και καυχόταν με χαρά του παιδιού της τη γέννηση, μα είναι όμως η ημερομηνία γεννήσεως του ανδρός της! 

Ζευγάρι υπέροχο που συμβαδίζει τους η ψυχή και η ζωή τους σε αρμονική συμπόρευση και ετούτο το ένοιωσα σε κάθε τους κίνηση, κάθε φράση, κάθε επικοινωνίας  μεταξύ τους βλέμμα! 

Δεν κουμαντάρισα  το αχνό χαμόγελο καθώς τους χαιρόμουνα τόσο αγαπημένους! 

«Σελίδα 35, «Ανθολογία κυπριακής λογοτεχνίας για το γυμνάσιο, Με τη Σημαία στο χέρι» 

Πήρε το βιβλίο μες τα χέρια του, κι άρχισε  με ψυχούλα έκδηλα τρεμάμενη, να μου διαβάζει! Ξεδιπλωνόταν μπρος μου το μωρό παιδί καθώς μου ιστορούσε τι είχε βιώσει η παιδική ψυχούλα του! Από τους πανηγυρικούς παιάνες και τα εμβατήρια, του καθηλώσαν άθυρμα στα χέρια τους, μπρος στα μάτια του οι καταδότες τον αγαπημένο του, Σημαιοφόρο. 

Κράτησε στα χέρια του τη σελίδα μετέωρη! Εχρωματίστηκε η συγκίνηση στης φωνής τη χροιά! 

«Ο πατέρας μου, που ένοιωθε τη σφοδρή μου πεθυμιά, με τράβηξε από το χέρι κοντά του! 

Μου χάιδεψε ΄λαφρά το κεφάλι, χαμογέλασε και είπε: 

«Έλα γιε μου να σου συστήσω το Σημαιοφόρο ! Είναι ο Σάββας Τενίζης! 

Κείνη τη στιγμή το μικρό μου κορμί λούστηκε στην ανατριχίλα» 

Διέκρινα το δάκρυ του! Κι ας έγραφε στο αφιέρωμα για το αδάκρυτο στον πόνο πρόσωπο του αγέρωχου Σημαιοφόρου.

Έκανα μιαν φευγαλέα σκέψη μπρος στη διαπίστωση! 

Πώς τα φέρνει έτσι η ζωή! Να κρέμομαι εγώ από τα χείλη του συγγραφέως ετούτου, τον δικό μου παππού να μου συστήσει! Πώς τους ενίκησε τους άγγλους να μου πει! Πώς τον ανέβηκε αδάκρυτος όλο το Γολγοθά του! 

«Είχε η ψυχής πανοπλία της, Χριστό!

Δακρύζουμε κόρη μου ξέρε το κι εμείς οι γενναίοι μα υπερευαίσθητοι προικισμένοι άντρες!»

Γύρισε και γύρεψε άλλη μία φορά, χάδι της ψυχής, της Μάρως του, το βλέμμα, μέτα από κάθε επιστροφή ιστόρησης των σκληρών καιρών. 

Του χαμογέλασε.

Μπήκε σε τάξη πάλι η ψυχή του! 

Επήρα το λευκό χαρτάκι μου κι έβαλα τίτλο πάνω-πάνω στις  όποιες σημειώσεις μου:

«Με της ψυχής, τη μελάνη! Κυθρεώτης  Ιάκωβος»

Είναι ένα τάλαντο κόσμημα σπάνιο να μεταγγίζει τη γραφή του ο συγγραφέας στην ψυχή μας!»

Τις ευχαριστίες και τις εγκάρδια θερμότατες ευχές μου εκφράζω προς όλο το προσωπικό της εφημερίδος «Φιλελεύθερος», δύναμη ψυχής να οπλίζονται μάχιμοι σε όλο τους το έργο και στην ευθύνη της αποστολής τους!