30άρηδες μένουν ακόμη με τη μαμά και τον μπαμπά

30άρηδες μένουν ακόμη με τη μαμά και τον μπαμπά

Με κομμένα φτερά και όνειρα στο ψυγείο χιλιάδες νέοι στην Κύπρο

Άγχος και ανασφάλεια για το μέλλον, αίσθηση ενοχής ότι δεν θα μπορέσουν να στηριχθούν στα πόδια τους ή ότι δεν επέλεξαν το σωστό επάγγελμα για αποκατάσταση, αποτελούν ορισμένα από τα αισθήματα των νέων ανθρώπων, οι οποίοι ταλανίζονται για να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ζωής

Από το πανεπιστήμιο στο πατρικό

«Τελείωσα τις σπουδές μου και δεν θέλω να επιστρέψω στο πατρικό μου. Είμαι αναγκασμένη όμως να το κάνω. Δεν βρίσκω εργασία, όσο κι αν ψάχνω. Κι ό,τι βρίσκω είναι ανεπαρκές για να συντηρεί έστω τον εαυτό μου», ομολογεί με πίκρα η 26χρονη Αντιγόνη.

«Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να είμαι ανεξάρτητη, να συντηρώ τον εαυτό μου και να καλύπτω εξ ολοκλήρου τα έξοδά μου. Πώς να το κάνω, όμως, όταν ο μισθός μου ίσα που φτάνει τον κατώτατο;», αναρωτιέται η Μαριάννα.

Ολοκληρώνοντας τις σπουδές, κάθε νέος έχει μεράκι και ανάγκη για εργασία. Δεν θέλει να τον συντηρούν οι γονείς του, όπως έκαναν άλλωστε τόσα χρόνια. Σπούδασε για να μπορέσει να χτίσει το μέλλον του, ώστε σιγά σιγά να αρχίσει τη δική του ζωή ανεξάρτητος, έχοντας τη δυνατότητα να καλύψει επαρκώς τις προσωπικές του ανάγκες.

Η οικονομική κρίση, όμως, δεν μπορεί να προσφέρει τέτοιου είδους ευκαιρίες στους νέους της και αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι νέοι να «παγώνουν» τα όνειρά τους και να δυσκολεύονται να ζήσουν ευπρεπώς χωρίς τη στήριξη των γονιών τους. Πολλοί νέοι, με πτυχία και μεταπτυχιακά, βλέπουν την καριέρα και τα όνειρά τους να σταματούν πριν καν αρχίσουν, καθώς πολλές φορές αδυνατούν να βρουν δουλειά πάνω στο αντικείμενό τους, ή, ακόμα χειρότερα, δεν μπορούν να βρουν καμία δουλεία, με αποτέλεσμα να κατατάσσονται στην ομάδα των ανέργων.

«Έχασα τη δουλειά μου διότι έπρεπε να γίνουν περικοπές στην εταιρεία. Ξαφνικά βρίσκομαι άνεργος, έχοντας να καλύψω έξοδα ενοικίου, λογαριασμών αλλά και να συντηρήσω την οικογένειά μου», μας λέει ο Αντρέας, ετών 34. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, η ανεργία των νέων στην Κύπρο, με βάση τα δεδομένα των πρώτων τριών μηνών του 2021 ήταν 18,8%, δηλαδή 7.000 άτομα, έναντι 19,9% τον Απρίλιο του 2020. Το 25,7% των εργαζομένων στην Κύπρο λαμβάνουν ακαθάριστο μισθό μέχρι 1.000 ευρώ, ενώ στις πολύ χαμηλές μισθολογικές κλίμακες των 750-999 ευρώ ανήκει το 10,9% των εργαζομένων. Στα 500-749 ευρώ ανέρχονται οι απολαβές του 8% των εργαζομένων. Με λίγα λόγια, έξι στους δέκα Κύπριους νέους είτε είναι άνεργοι, είτε ζουν με μισθούς πείνας. «Εργάζομαι σε άλλη πόλη από την πόλη διαμονής μου. Η οικονομική μου κατάσταση δεν μου επιτρέπει ακόμα να αγοράσω αυτοκίνητο. Κάνω καθημερινά δρομολόγια μεταξύ των πόλεων με το λεωφορείο. Ο μισθός μου παραμένει παγωμένος εδώ και κάποια χρόνια», αναφέρει η Ιωάννα που βρίσκεται στα 29. «Είμαι 30 χρονών και θέλω να εγκαταλείψω την οικογενειακή εστία. Παρ’ όλ’ αυτά, αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες που μόνο αποτρεπτική κάνουν αυτή την προοπτική», μας λέει ο Κώστας.

Κάθε πέρσι και καλύτερα

Σε τελευταία ποσοτική έρευνα που παρουσίασε ο Οργανισμός Νεολαίας Κύπρου σε 1.000 νέους και νέες της Κύπρου, τυχαίας δειγματοληψίας, ηλικίας 14-35 ετών, ποσοστό 59% απάντησε «αρκετά» στην ερώτηση «πόσο ικανοποιημένοι είστε από τη ζωή σας στην Κύπρο σήμερα», ενώ μόλις το 5% απάντησε «πολύ».  Σε επόμενη ερώτηση, «σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, θα λέγατε ότι η ποιότητα της ζωής σας έχει βελτιωθεί, έχει χειροτερεύσει, ή έχει παραμείνει η ίδια;», το υψηλότερο ποσοστό (36%) απάντησε πως «έχει χειροτερεύσει». Στην ίδια έρευνα, με βάση τις απαντήσεις των νέων, καταγράφηκαν τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην Κύπρο σήμερα, με τα τρία πρώτα να είναι η επαγγελματική προοπτική (76%), η εύρεση εργασίας (68%) και το μέλλον της χώρας (65%).

Τα νούμερα και η αλήθεια

Τι κι αν η υπουργός Εργασίας, μόλις πριν λίγα μόνο 24ωρα, ανακοίνωσε μαζί με τον υπουργό Οικονομικών, σε άκρως πανηγυρικό ύφος, πως η ανεργία στην Κύπρο βρίσκεται στα χαμηλότερα ποσοστά της τελευταίας δεκαετίας, και συγκεκριμένα στο 3,6%… Η καθημερινότητα αποδεικνύει πως η ουσία πίσω από τους αριθμούς πρέπει να εστιαστεί, πέραν από τα ψυχρά ποσοστά ανεργίας, και στις μορφές εργασίας στις οποίες καταλήγουν οι περισσότεροι νέοι, και πάνω από όλα στις αμοιβές που αυτοί λαμβάνουν. Είναι δηλαδή εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης ή απλά βρίσκονται σε μία θέση που τους βγάζει μεν από τη λίστα των ανέργων, αλλά, από την άλλη, δεν τους δίνει τη δυνατότητα να ανοίξουν τα φτερά τους τόσο επαγγελματικά όσο και κοινωνικά;

Και εκεί που οι αριθμοί αδυνατούν να απαντήσουν, οι επισημάνσεις των ιδίων των νέων είναι αποστομωτικές:

«Αισθάνομαι εγκλωβισμένος. Ψάχνω εργασία που να μου επιτρέπει να βιοπορίζομαι αξιοπρεπώς. Μετά την πανδημία, τα πράγματα έχουν χειροτερεύσει ακόμα πιο πολύ, λέει με παράπονο ο Πέτρος. «Στέλνω παντού βιογραφικά ψάχνοντας για εργασία εδώ και δύο χρόνια. Αισθάνομαι στιγματισμένη. Το βιογραφικό πλέον έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Πρώτα με ρωτούν αν είμαι εμβολισμένη. Εργάζομαι σε μια δουλειά του ποδαριού υποχρεωτικά, καθώς δεν μπορώ να βρω εργασία στον τομέα μου. Ο μισθός αρκεί μόνο για τα απολύτως βασικά της επιβίωσης», δηλώνει με αγανάκτηση η 25χρονη Αναστασία. «Είμαι άνεργη πολλούς μήνες. Νιώθω να βυθίζομαι στην κατάθλιψη. Έχω κλειστεί στον εαυτό μου. Η πανδημία του κορωνοϊού με έχει αποξενώσει ακόμη περισσότερο από τους άλλους», αισθάνεται η Νάσια στα 32 της χρόνια. Αξίζει να αναφερθεί ότι, το 73% των νεών που συμμετείχαν στην έρευνα έδωσε απάντηση «το ενδεχόμενο νέας οικονομικής κρίσης», στο ερώτημα «ποιες είναι οι μεγαλύτερες ανησυχίες σας, όσον αφορά τις συνέπειες της πανδημίας στη ζωή σας». Ποσοστό 66% απάντησε ότι το ανησυχεί η «αύξηση ποσοστών ανεργίας στους νέους» και το 59% η «καθιέρωση νέου τρόπου ζωής (με περιοριστικά μέτρα)».

Ψυχολογία στα τάρταρα

Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να αλλάξει το πλαίσιο των αντιλήψεων και των προσδοκιών των νέων και έτσι να διαταραχτεί η διαδικασία της εξέλιξής τους μέσα στην κοινωνία. Διότι η οικονομική κρίση δεν έχει μόνο αντίκτυπο στην κοινωνική ζωή ενός ατόμου, αλλά και στην ψυχολογική του κατάσταση. Με τις υπάρχουσες συνθήκες, κάθε νέος άνθρωπος είναι αναγκασμένος να κάνει περικοπές στις βασικές του ανάγκες, όπως είναι το φαγητό, η διασκέδαση, η ενδυμασία. Αυτές οι περικοπές είναι φυσικό να επηρεάζουν την ψυχική του υγεία και την κοινωνική του συναναστροφή.

Στη σύγχρονη εποχή, στην οποία πολλοί άνθρωποι ζουν στον ψηφιακό κόσμο περισσότερο από τον πραγματικό, έρχεται συχνά ως αποτέλεσμα μια μυριάδα ρηχών σχέσεων και μια σημαντική μείωση τόσο των κοινωνικών δεξιοτήτων, όσο και της πραγματικής επαφής, που επηρεάζει άμεσα τον τρόπο λειτουργίας και την ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Αδιαμφισβήτητα η τεχνολογία έχει τη δυνατότητα να γεφυρώνει τα κενά, όταν όμως χρησιμοποιείται σωστά. Όταν η διαδικτυακή συνομιλία επιδιώκεται με μέτρο και δεν αντικαθιστά την εξ επαφής επικοινωνία και κοινωνικοποίηση.

Σύμφωνα με τα δεδομένα διαχρονικών ερευνών γύρω από τον τομέα της ανθρώπινης κοινωνικοποίησης, οι άνθρωποι τα τελευταία 10 χρόνια επικοινωνούν κατά 13,4% λιγότερο μεταξύ τους, ενώ το 45% της καθημερινής επικοινωνίας παιδιών και εφήβων πραγματοποιείται διαδικτυακά. Η αποφυγή της πραγματικής κοινωνικής επαφής των ανθρώπων και η αντικατάστασή της με τη διαδικτυακή επικοινωνία φαίνεται να λειτουργεί εις βάρος των κοινωνικών δεξιοτήτων που ήδη νοσούν. Και αυτό αφορά όλες τις ηλικίες. Από τα μικρά παιδιά στους εφήβους, τους νέους και τους ενήλικες.

Συνεπώς, η προτίμηση της εναλλακτικής επικοινωνίας μέσα από το διαδίκτυο αναδύει ανθρώπους ανήμπορους για αποτελεσματική κοινωνικοποίηση, αποδυναμωμένους επικοινωνιακά και κοινωνικά αδέξιους. Παιδιά που παρατηρούν τους γονείς να συνομιλούν με φίλους μέσω μηνυμάτων γραμμένων σε μια φτιαχτή γλώσσα, εφήβους να ανταλλάζουν ελάχιστες κουβέντες με τους φίλους τους μέσω ακουστικών και μικροφώνων, νέους που εκφράζονται μέσω εικονιδίων, κτίζοντας όλο και πιο υψηλό το τοίχος της επικοινωνίας.

Στο ένα παιδί 

Σε ένα σκηνικό απόλυτα επηρεασμένο από τον αντίκτυπο που αφήνει η γενικότερη ύφεση που κορυφώθηκε λόγω πανδημίας, μια υποχρεωτική «περικοπή» στην οποία προβαίνουν οι νέοι είναι και αυτή του γάμου και της δημιουργίας οικογένειας. Όσοι είναι τυχεροί και καταφέρνουν να ξεφύγουν από την «οικογενειακή φωλιά», κάνουν το επόμενό τους βήμα με κατεύθυνση όχι καθαρά επαγγελματική αλλά μάλλον… φοιτητική, καθώς δεν είναι λίγοι αυτοί που υποχρεώνονται να καταλήξουν με συγκάτοικους για να αντέξουν το κόστος της διαμονής. Και πώς να το αντέξουν, άλλωστε, όταν τα ενοίκια, ειδικά στις δύο πόλεις με τις περισσότερες ευκαιρίες, Λεμεσό και Λευκωσία, είναι σε μη προσεγγίσιμα ύψη.

Και να θέλουν, δεν μπορούν να καλύψουν τα βασικά για την ανεξάρτητη διαμονή τους, πώς να σκεφτούν και το επόμενο βήμα της συμβίωσης, του γάμου και της οικογένειας; Για πολλούς και πολλές αποτελεί όνειρο απατηλό: «Είμαι 33 ετών και επιθυμώ να δημιουργήσω οικογένεια με τη σύντροφό μου. Με προβληματίζει η αβεβαιότητα στον εργασιακό μου χώρο και το αναβάλλω», εξομολογείται ο Αντώνης. «Είμαι 29 χρονών και σε μια σχέση που θα ήθελα να εξελιχθεί. Πώς μπορώ να κάνω σχέδια για το μέλλον όμως, τη στιγμή που οι οικονομικές απολαβές μας ίσα-ίσα που μας επιτρέπουν την επιβίωση;», προβληματίζεται ο Γιάννης. «Δεν σκέφτομαι τον γάμο και τη δημιουργία οικογένειας. Αναγκάζομαι να προσαρμοστώ στα δεδομένα της κοινωνίας μας, τα οποία δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά για όνειρα», παραδέχεται η 30χρονη Γεωργία. Στην τέταρτη χαμηλότερη θέση στην ΕΕ, σε σχέση με τα ποσοστά γονιμότητας (1,33 γεννήσεις ανά γυναίκα), βρίσκεται η Κύπρος σήμερα, ενώ το 2017 είχε καταγραφεί η αρνητική παγκόσμια πρωτιά της χώρας στο θέμα της υπογεννητικότητας, με γέννηση κατά μέσο όρο μόνο ενός παιδιού από κάθε γυναίκα. Η υπογεννητικότητα στην Κύπρο αποτελεί ένα σοβαρό ζήτημα-πρόβλημα, το οποίο χαρακτηρίζει την κοινωνία μας και ιδίως τη νέα γενιά. Οι γεννήσεις στην Κύπρο έχουν μειωθεί δραματικά, με τους αριθμούς να μιλούν από μόνοι τους. Χαρακτηριστικά, το 1992 οι γεννήσεις τεσσάρων παιδιών και άνω σε οικογένειες ανέρχονταν τις 1.189, σε αντίθεση με τον τρομακτικό αντίστοιχο αριθμό του έτους 2019, που φτάνει μόνο στις 276 γεννήσεις. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του κράτους, σε διάρκεια τεσσάρων χρόνων σημειώθηκε μείωση στις γεννήσεις κατά 7%, όπως επίσης παρατηρήθηκε, από το 2012 και εντεύθεν, πτώση των γεννήσεων στην Κύπρο κάτω από 10.000 ετησίως. Με βάση τα αριθμούς του Υπουργείου Οικονομικών, το 2013 οι γεννήσεις μειώθηκαν σε 9.341, το 2014 οι γεννήσεις ήταν 9.258 και το 2015 ήταν 9.170. Δηλαδή, περίπου 1.000 λιγότερες γεννήσεις ανά διαδοχικό έτος. Συμπερασματικά, φαίνεται ότι η εμβάθυνση της οικονομικής κρίσης από το 2013 και μετά ενίσχυσε την υπογεννητικότητα.

 

 

 

ΠΗΓΗ: politis cy