Thursday 28/01/2021
Διάγγελμα ΠτΔ για διαφθορά
Αυτούσιο το διάγγελμα
Αυτούσιο το διάγγελμα
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Σε ώρες που κρίνεται ή επικρίνεται ένας ηγέτης, οι πρώτοι που πρέπει να ενημερώνονται για τα όσα του αποδίδονται δεν είναι άλλοι από εσάς, εσάς τους πολίτες, που μου δώσατε την εντολή αλλά και προς τους οποίους πρώτιστα είμαι υπόλογος.
Για τούτο και θεώρησα πως προτού ανακοινωθούν τα νέα μέτρα και η στρατηγική πάταξης της διαφθοράς, δεν θα μπορούσα να μην σχολιάσω την κρατούσα σήμερα κατάσταση στην Κύπρο.
Και, βεβαίως, όχι για να αρνηθώ την ύπαρξη του φαινομένου της διαφθοράς, ενός φαινομένου που ταλανίζει την Κυπριακή Δημοκρατία από εγκαθιδρύσεως της ή και του συνόλου των χωρών από αρχαιοτάτων χρόνων.
Αλλά εκείνο που θέλω να αναδείξω είναι την ενορχηστρωμένη προσπάθεια κάποιων, μέσα από διαστρέβλωση γεγονότων ή ψιθυρολογία, να δημιουργήσουν την αντίληψη, είτε πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι εμπλεκόμενος σε πράξεις διαφθοράς είτε για την έκταση του φαινομένου, κάτι που δεν ανταποκρίνεται ποσώς στην πραγματική διάσταση του προβλήματος.
Οι κανόνες της προπαγάνδας είναι διαχρονικοί, καλά γνωστοί, και ακόμη πιο αποτελεσματικοί, ιδιαίτερα σε περιόδους που η κοινωνία δοκιμάζεται.
Μία φράση που αποδίδεται στον Γκαίμπελς αναφέρει: «Όσο μεγαλύτερο το ψέμα και όσο περισσότερο επαναλαμβάνεται τόσο πιο πιστευτό γίνεται».
Το φαινόμενο αυτό ενισχύεται σήμερα, με την ταχύτατη και ανεξέλεγκτη διάδοση φημών, ψευδών ειδήσεων και λασπολογίας, από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Χωρίς να αναφερθώ σε άλλα παραδείγματα, θα περιοριστώ σε αναφορά στο πιο πρόσφατο επί των ημερών μας φαινόμενο χειραγώγησης της κοινής γνώμης.
Φίλες και φίλοι,
Γίναμε όλοι μάρτυρες, στα όσα μετά τις εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν την εκλογή του νέου Προέδρου, όταν, αβάσιμα ο απελθών Πρόεδρος, ισχυρίστηκε πως η απώλεια των εκλογών, οφείλετο σε εκλογική νοθεία από πλευράς των Δημοκρατικών, κάτι που για εβδομάδες επαναλάμβανε καθημερινώς.
Ως αποτέλεσμα, δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανών πολιτών, καθοδηγούμενοι από μερίδα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και με στοχευμένα και επαναλαμβανόμενα μηνύματα στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, παρά την έλλειψη τεκμηρίωσης, υιοθέτησαν ως αληθή τον ισχυρισμό, με κορύφωση τα όσα διαδραματίστηκαν στο Καπιτώλιο.
Ανάλογα φαινόμενα δυστυχώς, καταγράφονται και στη δική μας πατρίδα.
Με αφορμή τις υπαρκτές αδυναμίες και κενά ενός προγράμματος που στόχο είχε την επανεκκίνηση της οικονομίας, σε ώρες που η χώρα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο χρεωκοπίας, που η ανεργία έφτανε το 16%, που λειτουργούσαν κοινωνικά παντοπωλεία, απέδωσαν στην Κυβέρνηση τις ευθύνες διαφθοράς και διαπλοκής των ελαχίστων που καταχράστηκαν το πρόγραμμα.
Και αυτό παρά το γεγονός ότι με ήχο και εικόνα, η κοινωνία έγινε μάρτυρας των προσώπων που εξέθεσαν την Κύπρο διεθνώς και που βεβαίως δεν ανήκαν σε μέλη της Κυβέρνησης ή της κυβερνητικής παράταξης.
Ηθελημένα και αγνοώντας τις πιο πάνω πραγματικότητες, επιλέγηκε η διαφθορά ως το πεδίο συνένωσης όσων στόχο είχαν, είτε την εξυπηρέτηση κομματικών συμφερόντων, είτε όσων διαφωνούν με τους χειρισμούς του Προέδρου στο εθνικό πρόβλημα, έστω και αν οι θέσεις τους στο Κυπριακό αλληλοσυγκρούονται, είτε ακόμη και κάποιων που καλή τη πίστει, υιοθέτησαν όσα επί 24ωρου προβάλλονται.
Αυτό που προκαλεί θλίψη, είναι η μεγιστοποίηση ενός προβλήματος, αναδεικνύοντας το ως το μόνο που αντιμετωπίζει ο τόπος, αγνοώντας τις απειλές της Τουρκίας που θέτουν σε κίνδυνο την ύπαρξη του Κυπριακού Ελληνισμού, αγνοώντας την πανδημία και τα προβλήματα που συσσώρευσε, τα οποία απειλούν να γονατίσουν επιχειρήσεις, εργαζόμενους και ευάλωτες ομάδες πληθυσμού.
Το πιο θλιβερό είναι πως παραγνωρίζοντας τις πιο πάνω συνθήκες, κάποιοι έφτασαν στο σημείο με πρόσχημα την δήθεν πάταξη της διαφθοράς, να επιχειρήσουν την παράλυση και κατάρρευση του κράτους, αρνούμενοι την ψήφιση του προϋπολογισμού, χωρίς να έχουν ουσιαστικά διαφωνία επί της φιλοσοφίας του, εργαλειοποιώντας προς τούτο, έναν ανεξάρτητο αξιωματούχο του κράτους.
Πόσο η κομματική ή προσωπική πολιτική επιβίωση υπερέχει του συμφέροντος του συνόλου;
Φίλες και φίλοι,
Αυτό που επιθυμώ είναι την αποκατάσταση στην αντίληψη των πολιτών της πραγματικής εικόνας και των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν κατά την εφαρμογή του Επενδυτικού Προγράμματος.
Ενός προγράμματος το οποίο το σύνολο των πολιτικών ηγεσιών είχε υιοθετήσει από το 2007 και μέχρι την κατάργηση του, δεν είχε αμφισβητήσει.
Δεν παραγνωρίζω την ίδια στιγμή την ύπαρξη κενών και αδυναμιών του προγράμματος, κυρίως ως προς τους μηχανισμούς εποπτείας και ελέγχου.
Με παρρησία αναγνωρίζω και αναλαμβάνω τις πολιτικές ευθύνες που βαρύνουν την κυβέρνηση. Γεγονός που όχι μόνο δεν αγνοήσαμε αλλά οδήγησε την κυβέρνηση να τροποποιήσει το πρόγραμμα έξι φορές μέσα σε χρονικό διάστημα οχτώ χρόνων. Παρά ταύτα, δεν απετράπη η κατάχρηση αλλά και εγκληματικές ενέργειες από μία μερίδα επιτηδείων.
Αυτό που με τα πιο πάνω θέλω να υπογραμμίσω είναι την πολιτική μας βούληση για άμεση διερεύνηση όλων των υποθέσεων και λήψη με αποφασιστικότητα δραστικών μέτρων προς τιμωρία όσων δόλια ενήργησαν, αλλά και την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας.
Να υπενθυμίσω πως μετά τα πρώτα δημοσιεύματα, διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, Επιτροπή υπό την κα Δήμητρα Καλογήρου, η έρευνα της οποίας οδήγησε στον εντοπισμό αδυναμιών, ενδεχόμενων ποινικών αδικημάτων ή και άλλων ευθυνών από συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία σήμερα διερευνώνται για τις πράξεις τους.
Επισημαίνω ακόμη πως αμέσως μετά την δημοσιοποίηση των γεγονότων που έλαβαν χώρα σε οικία μέλους της Βουλής, αποφασίστηκε:
(α) Ο άμεσος τερματισμός του Επενδυτικού προγράμματος.
(β) Ο διορισμός Ανεξάρτητης Επιτροπής Εξέτασης Αποστέρησης υπηκοότητας.
(γ) Ενώ ζητήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα ο διορισμός Διερευνητικής Επιτροπής, η οποία προχωρεί ήδη με διαφάνεια και δημόσιες συνεδριάσεις, στην πλήρη διερεύνηση του όλου Επενδυτικού Προγράμματος.
Συναφής με τον πιο πάνω διορισμό ήταν και η παρέμβαση στις αρχές Σεπτεμβρίου, του Ευρωπαίου Επιτρόπου για θέματα Δικαιοσύνης, ο οποίος διεμήνυσε ότι ανέμενε από την Κυπριακή Δημοκρατία, τον διορισμό Ερευνητικής Επιτροπής με διευρυμένες και οιονεί δικαστικές εξουσίες.
Και δεν είναι τυχαίες οι αναφορές μου γιατί όπως έχω προαναφέρει, μέσα από τη συστηματική διαστρέβλωση των πραγματικών γεγονότων, επιχειρείται καθημερινά η δημιουργία της εντύπωσης πως η Κυβέρνηση αρνείται ή δήθεν φοβάται τον έλεγχο από τον Γενικό Ελεγκτή.
Την απάντηση σ’ όσους έχουν υιοθετήσει τα ψεύδη ως τρόπο πολιτικής επιβίωσης, δίδει ο ίδιος ο Γενικός Ελεγκτής σε γραπτά του κείμενα.
Παραθέτω επί λέξει, τι αναφέρεται στην ανακοίνωση που εξεδόθη στις 4/11/20 μετά την συνάντηση του με τον Γενικό Εισαγγελέα:
«…δεδομένου ότι η Κυβέρνηση δεσμεύεται από τις γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα, ο Γενικός Ελεγκτής αναγνωρίζει και αντιλαμβάνεται ότι, εκ των πραγμάτων, παρά την διαφωνία του, στο παρόν στάδιο δεν θα του παραδοθούν άλλοι φάκελοι και δεν τίθεται θέμα προσφυγής στο Δικαστήριο».
Ενώ, στην έκθεση του, προς την Πρόεδρο της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής, ημερομηνίας 13/11/20, προς στήριξη του Προϋπολογισμού της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, αναφέρει ότι:
«…αφού η τελική θέση της Κυβέρνησης είναι (πλέον) πως έχουμε αρμοδιότητα ελέγχου του προγράμματος πολιτογραφήσεων, άρα δεν προκύπτει θέμα αμφισβήτησης αρμοδιοτήτων και συνεπώς δεν υφίσταται τέτοια διαφορά για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο».
Να επαναλάβω πως οι εν λόγω γραπτές αναφορές έγιναν στις 4 και 13 Νοεμβρίου, πολύ πριν δηλαδή, την καταψήφιση του Προϋπολογισμού.
Ενώ, σε επιστολή μου στον Πρόεδρο του ΔΗΚΟ, στις 21 Δεκεμβρίου του 2020, αφού παρέθετα τις πιο πάνω δηλώσεις του Γενικού Ελεγκτή, τόνιζα πως: «είναι πασιφανές πως η Κυβέρνηση ούτε αρνήθηκε ούτε αρνείται την παράδοση των φακέλων. Αυτό που έπραξε και πράττει, είναι ο οφειλόμενος σεβασμός στις γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα, όπως και ο ίδιος Γενικός Ελεγκτής αναγνωρίζει».
Το επαναλαμβάνω για να γίνει απολύτως σαφές: Η Κυβέρνηση ουδεμία ένσταση έφερε ή φέρει, όπως ο Γενικός Ελεγκτής παραλάβει τους φακέλους των πολιτογραφήσεων ευθύς μετά την ολοκλήρωση του έργου της Διερευνητικής Επιτροπής, προκειμένου και ο ίδιος να προβεί στους ελέγχους σύμφωνα με τις συνταγματικές του αρμοδιότητες.
Φίλες και φίλοι,
Μετά τα πιο πάνω, διερωτώμαι πόσα ακόμη τερατώδη ψεύδη θα επιστρατεύσουν όσοι έθεσαν σε κίνδυνο την κατάρρευση του κράτους ή την φυσική ή οικονομική επιβίωση χιλιάδων συμπολιτών μας.
Μέρος της ίδιας μεθοδολογίας αποτελεί και η προσπάθεια αμφισβήτησης του ήθους, του κύρους και της εντιμότητας των τεσσάρων προσωπικοτήτων που συνιστούν την Ερευνητική Επιτροπή την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας διόρισε.
Μία προσπάθεια που είναι απόλυτα ταυτισμένη με την εργαλειοποίηση του Γενικού Ελεγκτή, με στόχο την ανάδειξη του ως του μόνου έντιμου και αξιόπιστου να διενεργεί ελέγχους, εν γνώσει τους ότι οι εξουσίες του εκ του Συντάγματος είναι περιορισμένες, όπως ρητά αναφέρει και στη δήλωση του ο τέως Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης, στις 10 Δεκεμβρίου.
Ποιος αλήθεια μπορεί να αμφισβητήσει πλέον την στοχευμένη εκστρατεία διαστρέβλωσης και χειραγώγησης της κοινής γνώμης, η οποία στόχο είχε και έχει να εμπεδώσει στους πολίτες ότι ο Πρόεδρος και η Κυβέρνηση του επειδή είναι διεφθαρμένοι φοβούνται δήθεν τον έλεγχο.
Και δεν είναι τυχαία η αναφορά μου, αφού φτάσαμε στο κατάντημα, δημοσιογράφος που παραδέχεται ότι δεν κατέχει τα οποιαδήποτε στοιχεία, να ισχυρίζεται δημόσια, στηριζόμενος σε φήμες, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετέφερε δήθεν εκτός Κύπρου εκατοντάδες εκατομμύρια κέρδη από το επενδυτικό πρόγραμμα και γι’ αυτό, μη συμβάλλοντας στη λύση του Κυπριακού, ως ισχυρίζεται, χάσαμε την Αμμόχωστο και τη Μόρφου.
Το εξίσου απαράδεκτο, αντί να απολογηθεί για την ύβρη που εκστόμισε, αφού όλες οι πηγές που επικαλέστηκε τον διέψευσαν, είχε το θράσος να καλεί εμένα να αποδείξω δεν είναι κακοήθη ψεύδη και λάσπη τα όσα ισχυρίστηκε.
Την ίδια ώρα, κάποιοι άλλοι, χωρίς να ντρέπονται, προβάλλουν τον ισχυρισμό πως το επενδυτικό πρόγραμμα υιοθετήθηκε χάριν του δικηγορικού γραφείου που φέρει το όνομά μου ή μελών της οικογενείας μου.
Αγνοώντας τα οφέλη που είχαν εκατοντάδες επιχειρήσεις, χιλιάδες εργαζόμενοι, εκατοντάδες δικηγόροι, ελεγκτές και άλλα συναφή επαγγέλματα, από τους οποίους μόνο μία ελάχιστη μερίδα καταχράστηκαν και εκμεταλλεύτηκαν τα κενά και τις αδυναμίες του προγράμματος.
Αγνοώντας ακόμη, πως κάποιοι εξ’ αυτών που εκστομούν ανάλογες ύβρεις, ήσαν μεταξύ εκείνων που επωφελήθηκαν από το πρόγραμμα.
Φίλες και φίλοι,
Θα επαναλάβω πως δεν αποποιούμαι των όποιων πολιτικών ευθυνών φέρει η Κυβέρνηση για την εποπτεία και έλεγχο του προγράμματος.
Ωστόσο, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής πως οι σημερινοί επικριτές, δεν ήσαν μόνο γνώστες των προνοιών των προγραμμάτων για κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων, αλλά ήσαν και απολύτως ενήμεροι τόσο για τις εκάστοτε αποφάσεις, όσο και για τα στοιχεία των επενδυτών, που αποκτούσαν την κυπριακή υπηκοότητα από την υιοθέτηση του προγράμματος το 2007.
Το εξίσου σημαντικό είναι πως ο θεσμικός έλεγχος της ορθότητας των αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας, συνταγματικά ανήκει στην Βουλή, ενώ του δημοσιονομικού ελέγχου στην Ελεγκτική Υπηρεσία.
Εάν τα κοινοβουλευτικά κόμματα, που σήμερα εμφανίζονται ως πρωταγωνιστές πάταξης της διαφθοράς, ασκούσαν διαχρονικά τις εκ του συντάγματος εξουσίες και υποχρεώσεις τους τότε:
Πρώτον. Θα υιοθετούσαν έγκαιρα τα νομοσχέδια που εκκρεμούν για χρόνια ενώπιον τους, με στόχο την πάταξη της διαφθοράς.
Δεύτερον. Θα υιοθετούσαν τις συστάσεις της GRECO που αφορούν το νομοθετικό σώμα σε σχέση με ζητήματα διαφάνειας και πάταξης της διαφθοράς.
Τρίτον. Δεν θα στήριζαν ένα πρόγραμμα που σήμερα ισχυρίζονται πως έγινε για λόγους διαφθοράς, αλλά αντίθετα θα έπρεπε να ζητούσαν την κατάργηση του.
Τέταρτον. Θα ασκούσαν ως όφειλαν αποτελεσματικά τον θεσμικό ελεγκτικό τους ρόλο, με βάση τα στοιχεία που ανελλιπώς τους παρέχονταν.
Ο ισχυρισμός πως τάχα τα στοιχεία δεν ήσαν επαρκή για έλεγχο, καταρρίπτεται από το γεγονός ότι η έρευνα του διεθνούς τηλεοπτικού δικτύου, βασίστηκε σε έγγραφα που φέρουν την σφραγίδα της Βουλής.
Πέμπτον. Η εγγραφή δέκα θεμάτων για συζήτηση στη Βουλή, μετά την κατάργηση του προγράμματος, είναι πασιφανές πως οφείλεται στην προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, ύστερα από την αποκάλυψη πως μεταξύ των πρωταγωνιστών του σκανδάλου ήσαν δικά τους στελέχη.
Φίλες και φίλοι,
Θέλω να είμαι κάθετος και απόλυτα αυστηρός, επαναλαμβάνοντας πως η διαφθορά είναι ένα υπαρκτό φαινόμενο.
Εάν η Κυβέρνηση δεν το αναγνώριζε, δεν θα θεσμοθετούσε σωρεία μέτρων κατά της διαφθοράς, αλλά και των όσων σημαντικών επί πλέον αύριο θα εξαγγελθούν για δραστική αντιμετώπιση του φαινομένου.
Η αποφασιστικότητα του ιδίου α&a