Οι Σατανιστές της Παλλήνης
Μια υπόθεση που σόκαρε την Ελλάδα
Στη συνέχεια με μια σύριγγα μου πήρε αίμα από το ένα μου χέρι, για να το πιει ο Σατανάς και να μυηθώ. Έβαλε το αίμα σε ένα ποτήρι και απομακρύνθηκε λίγο για να φωνάξει στον Σατανά να έρθει. Τότε ακούστηκε ένας δυνατός κρότος -δεν γνωρίζω από τι- ήπιε το αίμα μου και καθ’ υπόδειξη εγώ, έχοντας σκυμμένο το κεφάλι ζήτησα από τον ‘Λεβιάθαν’ να κατέβω στην Κόλαση. (…) Τότε ο Μάκης (σ.σ. ο Κατσούλας) με αλλαγμένη τη φωνή, παριστάνοντας τον δαίμονα, μου είπε: «Δέχεσαι να βασανιστείς και να γαμηθείς από έναν αρχαίο βασανιστή;», τότε εγώ απάντησα πως “δέχομαι”.
Την ώρα εκείνη μου ζήτησε να έχω το κεφάλι σκυμμένο, να λέω από μέσα μου το ‘Πάτερ Ημών’ για ξεφτίλα, και να κάνω ότι μου λέει ο δαίμονας που θα μπει στο δωμάτιο. Ο Μάκης με αλλαγμένη φωνή μου είπε: “Είμαι ο ‘Νόβα’, γδύσου”. Εγώ αμέσως γδύθηκα. Μου έδεσε τα μάτια με ένα μαντήλι, με έβαλε να σκύψω σε έναν καναπέ, με έδειρε με μια ελαστική ράβδο δέκα φορές, με χαράκωσε με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο πίσω στον γλουτό -έχει μείνει σημάδι- και άρχισε να τρέχει αίμα στα πόδια μου.(…) Μου είπε ότι αυτό το γεγονός θα πρέπει να γίνει συνολικά εννέα φορές και μετά θα μπορέσω να κατέβω στην Κόλαση».
Αυτό είναι μόνο ένα μικρό απόσπασμα από την κατάθεση της Κατερίνας Ρηγάκη, κατηγορούμενης το 1993 για συμμετοχή στη συμμορία που μέχρι και σήμερα αποκαλείται ως ‘Οι σατανιστές της Παλλήνης». Η συμμορία δεν ήταν μόνο ο Ασημάκης Κατσούλας, ο Μάνος Δημητροκάλης και η Δήμητρα Μαργέτη. Πολλά παιδιά -μαθητές Λυκείου κυρίως- πέρασαν έστω και για λίγο από τις τάξεις της, όμως κανείς απ’ αυτούς δεν βασάνισε, δεν σκότωσε.
Για τη δολοφονία των δύο γυναικών που συντάραξε τότε την κοινή γνώμη και έδωσε αφορμή στη νεοσύστατη ιδιωτική τηλεόραση να κανιβαλίσει όσο ποτέ πριν, καταδικάστηκαν μόνο οι δύο πρώτοι. Για απλή συνέργεια στις δολοφονίες, η τρίτη της παρέας, η Μαργέτη ή αλλιώς «η κούκλα του Σατανά» όπως την έλεγε η γραφική τηλεόραση της εποχής.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ποιοι ήταν οι τρεις σατανιστές, πότε γνωρίστηκαν και πότε ξεκίνησαν τη δράση τους:
Ασημάκης Κατσούλας: Τα πρώτα βήματα του εγκεφάλου της συμμορίας
Eurokinissi
Γεννήθηκε το 1972 και μέχρι την ημέρα που συνελήφθη ζούσε στην Κάντζα. Οι γείτονές του, σε δημοσιεύματα της εποχής είχαν πει ότι από το 1990 «ξέκοψε από εδώ» και ότι άρχισε να κυκλοφορεί στην Παλλήνη, το Κορωπί και την Αγία Παρασκευή. Οι παρέες του βρίσκονταν πια εκεί.
Σύμφωνα με όσα άφησαν να διαρρεύσουν οι ειδικοί που τον εξέτασαν, από τα 17 του και μετά, διέθετε ήδη ανεπτυγμένες νοητικές ικανότητες και επιβλητική εμφάνιση, κάτι που παραδέχτηκαν και οι πρώην συμμαθητές του. «Ήθελε να ξεχωρίζει», είπαν. «Ήθελε να είναι πάντα ο αρχηγός”» Οι γονείς του τον περιέγραψαν ως ένα ήσυχο παιδί, το οποίο έμενε αρκετά μέσα για να διαβάσει και σπάνια ξόδευε λεφτά. Μεγαλώνοντας όμως ο χαρακτήρας του άρχισε να αλλάζει, να γίνεται πιο επιθετικός και το 1990 αποξενώθηκε ολοκληρωτικά από εκείνους.
Ο ίδιος θα πει στην κατάθεσή του:
«Από τότε που πήγαινα στην τρίτη τάξη του Λυκείου άρχισε το ενδιαφέρον μου για τη μαγεία. Είχα επηρεαστεί από τους στίχους τραγουδιών της “χέβι – μέταλ” που συνήθιζα να ακούω. Το ενδιαφέρον αυτό περιοριζόταν ακόμα στο να αγοράζω δίσκους με σατανικούς στίχους και να πηγαίνω σε συναυλίες τέτοιων μουσικών συγκροτημάτων. Ντυνόμουν με μπλούζες που πάνω τους είχαν ζωγραφισμένες διάφορες σατανικές μορφές και σύμβολα.
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής
(…) Το 1990, δυο περίπου χρόνια αφού τελείωσα το Λύκειο, άρχισα να ενδιαφέρομαι πιο σοβαρά για τη μαγεία, και το πρώτο βιβλίο που αγόρασα είχε τον τίτλο “Νεκρονομικόν” (…) Το βιβλίο αυτό αναφέρει ονόματα δαιμόνων και τους τρόπους καλέσματος αυτών και περιγράφει πως, πότε και τι αντικείμενα χρειάζονται για να τους καλέσεις. Κείμενα του βιβλίου αυτού διαβάζονται στις τελετές μαγείας. (…) Επίσης στο βιβλίο αυτό αναφέρονται πενήντα δαίμονες, η ιεραρχία τους και οι δυνατότητες του καθενός».
Ο Κατσούλας στη συνέχεια περιγράφει και τα υπόλοιπα βιβλία που αγόρασε – «Κόκκινος Δράκος», «Πρακτική Μαγεία» και «Σολωμονική». Ξεκαθαρίζει ότι δεν τα έκρυβε ούτε απ’ τους γονείς του, ούτε απ’ τους φίλους του αλλά εξηγεί -με μια μικρή απογοήτευση- ότι κανένας από την παρέα του δεν δεχόταν να κάνει μαζί του κάποια απ’ αυτές τις τελετές. Να καλέσουν δηλαδή μαζί έναν δαίμονα, γιατί «σε όλους τους τρόπους καλέσματος έπρεπε να συμμετέχουν πάνω από ένα άτομα. Μόνος μου δεν κατάφερα να πετύχω τίποτα».
Και τότε βγήκε προς αναζήτηση πιο πρόθυμων συνεργατών. Και θα τους βρει.
Η γνωριμία Κατσούλα-Δημητροκάλη-Μαργέτη
Eurokinissi
Τον Δεκέμβριο του 1991, ο 19χρονος Κατσούλας θα τα φτιάξει με την τότε 15χρονη Δήμητρα Μαργέτη, η οποία έμενε πολύ κοντά στο σπίτι του, στην ίδια οδό. Η Μαργέτη, πριν τον Κατσούλα είχε σχέση με τον Δημητροκάλη και μάλιστα ο Κατσούλας τον είχε γνωρίσει «σαν το αγόρι της Δήμητρας, σε κάποιο μπαρ της Παλλήνης πριν από τέσσερις με πέντε μήνες». Η «συνεργασία”» τους όμως δεν θα ξεκινούσε ακόμη.
Ο Κατσούλας είναι ερωτευμένος με τη Μαργέτη, θα της εμπιστευτεί το «ψάξιμό» του με τον σατανισμό, και η Μαργέτη θα του εκμυστηρευτεί και εκείνη με τη σειρά της ότι διαβάζει σχετικά βιβλία. Ο ίδιος θα ισχυριστεί ότι εκείνη θα του προτείνει να κάνουν μαζί την πρώτη τους τελετή στο δωμάτιό του. Της είχε πει ψέματα ότι ήταν ήδη μυημένος, οπότε είχε έρθει η ώρα να τη μυήσει και αυτήν.
«Είχαμε απλώσει στο δάπεδο ένα μαύρο πανί, στο οποίο ήταν ζωγραφισμένη η πεντάλφα και στις πέντε άκρες της είχαμε στερεώσει πέντε μαύρα κεριά αναμμένα. Η Δήμητρα στεκόταν γυμνή πάνω στην πεντάλφα και γύρω της ήταν τα κεριά, ενώ εγώ στεκόμουν όρθιος έξω από το πανί, απέναντί της. (…) Μετά πήρα στα χέρια μου μια λίμα που εμοιαζε με σπαθί και αφού πήρα το βιβλίο (σ.σ. το “Νεκρονομικόν”) από τη Δήμητρα και διάβασα κάποια κομμάτια απ’ αυτό, ακούμπησα τη λίμα στο κεφάλι της και της είπα ότι από εκείνη τη στιγμή ήταν μυημένη. Μετά με φίλησε και ντύθηκε». Η Μαργέτη θα περιγράψει διαφορετικά τη μύησή της, λέγοντας πώς εκείνο το βράδυ υπήρξαν συνολικά έξι άτομα στον χώρο και όχι μόνο αυτοί οι δύο. Όσον αφορά τη σχέση της με τον Κατσούλα, θα πει σε συνέντευξή της ότι «τα έφτιαξα με τον Μάκη με εντολή δαίμονα, παρά τη θέλησή μου, επειδή εγώ δεν είχα σκοπό».
Στη συνέχεια η Μαργέτη θα συστήσει τον Κατσούλα εκ νέου στον Δημητροκάλη και για τη μύηση του δεύτερου, θα πάνε σε μια περιοχή του Υμηττού, στο Σέσι, πέντε χιλιόμετρα μακριά απ’ το Κορωπί. Μαζί τους θα είναι άλλα δύο άτομα, ο Βασίλης και ο Άκης. Ο Δημητροκάλης θα ζητήσει απ’ τον Βασίλη να φέρει μαζί του ένα σκυλί για να το σκοτώσει, «ώστε να αποδείξει ότι έχει κότσια».
«Μόλις φτάσαμε εκεί», περιγράφει ο Κατσούλας, «ο Μάνος έβαλε πάνω σε ένα τραπέζι το σκυλί, του οποίου ήταν δεμένα τα πόδια και με ένα τσεκούρι που είχε σε μια τσάντα που κουβαλούσε, του έκοψε τον λαιμό. Στη συνέχεια, από την ίδια τσάντα έβγαλε ένα γυάλινο ποτήρι και έβαλε μέσα σ’ αυτό αίμα που πεταγόταν από τον λαιμό του σκύλου. Μετά έφερε το ποτήρι στο στόμα και ήπιε το αίμα”.
Ο πρώτος φόνος
Eurokinissi
Στις 27 Αυγούστου 1992, ο Ασημάκης Κατσούλας, ο Μάνος Δημητροκάλλης και η Δήμητρα Μαργέτη, θα οδηγήσουν τη 14χρονη Δώρα Συροπούλου σε ερημική τοποθεσία -στo Σέσι που είπαμε και πιο πάνω- προκειμένου να τη «θυσιάσουν στον Εωσφόρο». Στην ίδια είχαν υποσχεθεί ότι θα τη μυούσαν στον σατανισμό και πιο συγκεκριμένα ότι θα τη βοηθούσαν να δει τι υπάρχει «κάτω», εννοώντας την Κόλαση. Παρουσίαζαν το «κάτω» ως μία «δεύτερη γη με λιγότερα προβλήματα και περισσότερες απολαύσεις», και το μικρό κορίτσι ήδη ενθουσιασμένο από «δυο-τρεις τελετές που είχε πάρει μέρος παλιότερα», θα τους εμπιστευτεί.
Οι τρεις τους θα την περιμένουν έξω απ’ το φροντιστήριό της στη Μιχαλακοπούλου, θα τη βάλουν στο αυτοκίνητο και μετά από μια σύντομη βόλτα στον Λυκαβηττό, -ήταν νωρίς και έπρεπε να περιμένουν μέχρι να πάει μεσάνυχτα, μόνο τότε έκαναν τις τελετές- θα φύγουν για το Κορωπί.
«Με πήραν μαζί τους για να μη φοβηθεί», θα δηλώσει αργότερα η Μαργέτη. «Δεν μπορούσα να αρνηθώ. Φοβόμουν. Η Δώρα πίστευε ότι θα μυηθεί εκείνο το βράδυ. Ο Μάνος νόμιζε ότι με την ανθρωποθυσία θα έπαιρνε δύναμη. Εγώ ήξερα ότι απλά ήταν θέληση του δαίμονα».
Θα την πάνε σε σημείο ειδικά διαμορφωμένο για την τελετή και μέσα από μία μαύρη σακούλα, ο Δημητροκάλης θα βγάλει μία λίμα, αρκετά κεριά, ένα πανί μαύρο με την πεντάλφα και το βιβλίο «Πρακτική Μαγείας». Έχουν ήδη πει στην Συροπούλου ότι για να «πιάσει» η τελετή θα πρέπει να είναι λιπόθυμη. Τη γδύνουν, της φοράνε χειροπέδες, την βάζουν να γονατίσει και τη χτυπούν με ένα ξύλο στο κεφάλι προκειμένου να την κάνουν να χάσει τις αισθήσεις της -πιστοί όλοι τους στο τελετουργικό.
Εκείνη παρά τα δύο χτυπήματα στο κεφάλι δεν λιποθυμά, σηκώνεται όρθια και αρχίζει να παραπατά, λέγοντας με κλάματα «γιατί ρε παιδιά μου το κάνετε αυτό;». Θα της πουν να κάνει ησυχία και αφού της βγάλουν τις χειροπέδες, θα της δώσουν εντολή να περάσει τα χέρια της πίσω απ’ το κεφάλι της και να γονατίσει. Τώρα θα «πρέπει» να πάρει δέκα βαθιές εισπνοές και στην δέκατη να κρατήσει την ανάσα της, ώστε να την πιάσει ο Δημητροκάλης απ’ το κεφάλι και να λιποθυμήσει. Ούτε αυτό θα πιάσει. Στο τέλος θα της πουν να ξαπλώσει και αρχίζουν να της κρατούν τη μύτη και το στόμα μέχρι να χάσει τις αισθήσεις της. Ένα λεπτό μετά θα αρχίσει να κλαίει και να τινάζεται, με αποτέλεσμα και πάλι να την αφήσουν.
Ο Κατσούλας θα φύγει και θα κατευθυνθεί προς το αυτοκίνητο όπου τους περίμενε η Μαργέτη. Μετά από δέκα λεπτά οι δυο τους θα δουν φωτιά και τον Δημητροκάλη να τρέχει κρατώντας στα χέρια του κοσμήματα και ένα ρολόι χειρός. Τρέχοντας να ξεφύγουν απ’ τη φωτιά, παραλίγο να τρακάρουν με ένα αγροτικό και λίγα λεπτά αργότερα στη λεωφόρο Λαυρίου ο Δημητροκάλης θα παραδεχτεί ότι έπνιξε την 14χρονη και ότι της έριξε βενζίνη, προκειμένου να εξαφανίσει το πτώμα. Για το δικαστήριο ήταν προφανές ότι ο Κατσούλας ήθελε να τα ρίξει στον Δημητροκάλη. Η πιθανότερη εκδοχή παραμένει ότι τη σκότωσαν μαζί και στη συνέχεια ότι ασέλγησαν πάνω στο πτώμα της μικρής.
H Δήμητρα Μαργέτη θα αποκαλύψει σε συνέντευξή της στον Ελεύθερο Τύπο:
«Την προηγούμενη μέρα της Συροπούλου, ο Μάκης (σ.σ. Κατσούλας) δεν ήταν καλά. Τον ρώτησα τι έχει. Μου είπε ότι κάποιος δαίμονας θέλει κάποια συγκεκριμένη, επειδή του άρεσε. Και είπε ότι πρέπει αυτήν εμείς να την πάρουμε, να την πάμε στο Σέσι και μετά, η κοπέλα απλώς θα εξαφανιζόταν. Θα την έπαιρνε ο δαίμονας. Δεν ήξερα για φόνο», είπε η Μαργέτη. «Ο Μάκης είχε πει άλλα σ’ εκείνη και άλλα σ’ εμένα. Ένιωθα εξαπατημένη, αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω. Αν μιλούσα, θα ήμουν κι εγώ νεκρή».
Ο δεύτερος φόνος
Eurokinissi
Το δεύτερο χτύπημα των Σατανιστών θα γίνει ένα χρόνο αργότερα, στις 14 Απριλίου του 1993. Είναι Μεγάλη Τετάρτη και η Μαργέτη θα πει ότι αυτήν τη μέρα την διάλεξαν επίτηδες καθώς «ήξεραν ότι αν σκότωναν Μεγάλη Βδομάδα θα πάρουνε πιο πολύ δύναμη από τα πνεύματα». Ωστόσο η ίδια δεν θα συμμετάσχει, θα είναι αυτήν τη φορά υπόθεση μόνο του Κατσούλα και του Δημητροκάλη.
Εκείνη τη νύχτα, στη λεωφόρο Μαραθώνος κοντά σε στάση λεωφορείου, θα συναντήσουν την 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα, η οποία επέστρεφε σπίτι της, ύστερα από τη δουλειά της. Εργαζόταν ως καμαριέρα στη Μεγάλη Βρετανία. Οι δυο τους, με το πρόσχημα ότι είναι αστυνομικοί θα την πείσουν να μπει στο αυτοκίνητό τους. Μάλιστα, ο Δημητροκάλης της είχε δείξει και μια ψεύτικη αστυνομική ταυτότητα που είχε φτιάξει για λογαριασμό του «με κομπιούτερ» ο φίλος του, Μπάμπης Ζάβρας.
Της εξηγούν ότι θα την μεταφέρουν στο πιο κοντινό αστυνομικό τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων, αλλά αντί γι’ αυτό, θα την οδηγήσουν στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο Καμπά. Εκεί θα ασελγήσουν πάνω της και αφού την επιβιβάσουν γυμνή στο αυτοκίνητο, θα τη μεταφέρουν ξανά στο Σέσι. Θα της αφαιρέσουν τα προσωπικά αντικείμενα, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και μια σακούλα με ένα μισό αρνί μέσα της, δώρο για το Πάσχα απ’ την επιχείρηση. Εκεί θα τη στραγγαλίσουν και στη συνέχεια θα της πολτοποιήσουν το κεφάλι ώστε να μην αναγνωρίζεται.
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής
Ο Δημητροκάλης περιγράφει στην κατάθεσή του: «Όταν βγήκαμε απ’ το Κορωπί, (…) η Γαρυφαλλιά άρχισε να ανησυχεί και να δείχνει ότι δεν πίστευε πλέον πώς ήμασταν αστυνομικοί και άρχισε να μας παρακαλάει να μην της κάνουμε κακό. Τότε, ο Μάκης άρχισε να της λέει ότι δεν ήμασταν αστυνομικοί και ότι μας είχε βάλει ο άντρας της