Πανίκος Γιατρός
Η παραδοσιακή ποίηση στις μέρες μας
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως για να είσαι ποιητής πρέπει πρώτα να νιώθεις ποιητής.
Δεν έχει άλλωστε σημασία αν ασχολείσαι με κάτι ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά. Φτάνει να το αγαπάς πραγματικά, φτάνει η ψυχή σου να είναι γεμάτη εμπνεύσεις και όμορφες εικόνες.
Ο κ. Πανίκος Γιατρός γεννήθηκε στις 19/05/1956 και κατάγεται από τον Αρακαπά, ένα χωριό της Λεμεσού. Είναι το 7ο παιδί από τα 10 του αδέρφια. Ξεκίνησε να δουλεύει από 12 ετών και σε ηλικία μόλις 23 ετών, αρχίζοντας από το μηδέν, έφτιαξε τη δική του εταιρία, η οποία μέχρι και σήμερα πηγαίνει περίφημα.
Στην ερώτηση, τί σχέση έχει ο ίδιος με την ποίηση, αναφέρει :
Mε την ποίηση ασχολούμαι τα τελευταία 2-3 χρόνια, μου άρεσε πάντα. Ο πατέρας μου έγραφε πολύ δυνατά ποιήματα!
Εκφράζεστε μέσα από την ποίηση; Είναι μια μορφή ανάγκης;
O κ.Πανίκος απαντά : Είναι η διέξοδός μου από τη δουλειά. Βλέποντας όμως και τους νέους να γράφουν αυτά τα ''greeklish'' είπα όχι, κατι πρέπει να κάνω, να προλάβω το κίνδυνο και να χρησιμοποιώ την καθαρά κυπριακή διάλεκτο.
Με χαρά λοιπόν, πιο κάτω, σας παρουσιάζω τρία από τα πολλά ποιήματα του κ.Πανίκου τα οποία διαβάζοντάς τα, αντιλαμβάνεσαι ότι είναι πάντα επίκαιρα, πολύ εύστοχα και καλογραμμένα. Μόνο κυπριακά !
ΕΚΑΛΕΣΕ Μ’ Ο ΠΛΑΣΤΗΣ ΜΟΥ
Εψές εθώρουν Όρομαν , άκου τζιαι σου πελλάραν
Όσον τζιαι φυλλοκάμμισα , ακούω μιαν φωνάραν
Δεικλώ θωρώ ναν’ άγγελον , που κούμπαν πας τ’ αρμάρι
Λαλεί μου ξύπνα Παναή , τζι’ έχω για σεν χαπάρι
Ο πλάστης μας εθέλησεν , κοντά του να σε πάρει
Άτε λαλεί μου τάρασσε , μαζί να πάμε πάνω
Λαλώ του σοβαρό μιλάς , Τώρα εν να πεθάνω ;
Να μεν φοάσαι τίποτε , τζιαι ένθεν να πεθάνεις
Κάτι γρειάστειν ο θεός , τζιαι θέλει να του κάμεις
Λαλώ του πεμού σοβαρά , μεν τζι’ ήρτες να με πάρεις
Τζιαι φέρνεις τα πογυριστά , όσον να με καλάρεις ;
Εν να σου πω το μυστικό , μα μεν με μολοήσεις
Κάμνει ναν ππάρτιν ο θεός , θέλει να βοηθήσεις
Δεν ξέρω λεπτομέρειες , μ’ άκουσα να λαλούσειν
Θέλει να κτίση θέατρον , τζιηνούρκον για να βκούσειν
Ούλλοι παλιοί οι ποιητές , παράδεισο που ζιούσειν
Τζι’ ούλλοι τους πόναν ποίημαν , να γράψουν τζιαι να πούσειν
Λαλώ του τουν τα λόγια σου , γρουσάφιν εν π’ αξίζουν
Τζι΄ αφού στην γην σαν ποιητήν , δεν με υπολογίζουν
Φεύκουμεν πάμε γλύορα , τζιη που μ’ αναγνωρίζουν
Τζι’ άρκεψα τζιαι εσκεφτόμουν , παράδεισο πριν φτάσω
Την τζιεφαλήν μου έσπαζα , τες λέξεις να ταιρκάσω
Του πλάστη έναν ποίημαν , να πω να καλοπιάσω
Αμαν τζιαι φτάσαμε τζιαμε , επήα κουρδισμένος
Λαλώ του πλάστη μου καλέ , είμαι τζιαι κουρασμένος
Μα πο πεψες τζιαι φέραμε , νιώθω συγκινημένος
Τζι’ ευφκαριστώ που μέ τάξες , στους ποιητές το γένος
Μόνον εσού επρόσεξες , ταλέντον έχω μίαλο
Τζιαι θέλησες στους ποιητές , τ’ όνομα μου να βάλω
Εγύρισεν στον Άγγελον , έτσι απορημένος
Τζιαι φένετουν μου μάλιστα , τζιαι νάκκον θυμωμένος
Λαλεί του που τον έπιανες , με τζι’ ήτουν μεθυσμένος
Γι’ άντα ταλέντο μου λαλεί , οξα εν ταραμένος ;
Μήπως τζιοιμάσαι τέκνο μου , τζι’ ακόμα ροχαλίζεις
Το χάρισμα που σου δώκα , Πανίκο να γνωρίζεις
Έννεν πάνω στην ποίηση , μαν μόνον για να κτίζεις
Παραίτα που την ποίηση , τζιαι μεν την βασανίζεις
Έτο ποτζιεί το φτυάρι σου , την λάσπην να γυρίζεις
Έσιει τζιαι Μιστράν τζιαι μυστρί , τζιαι πιάστα για να κτίζεις
Τζιαι να χαρείς για ποίηση , τον κόσμον μεν ζαλίζεις
Τζιαι θυμωμένος μιαν φατσιάν , φακκά του τραπεζιού τού
Τζιαι ευτυχώς εξύπνησα , γιατ’ όρομαν εν που τού ….
[Πανίκος Γιατρός]
ΟΙ ΜΑΣΚΑΡΑΕΣ
Γέλα Παλιάτσε στης χαράς , τζιαι στου κεφκιού την ζάλη
Γέλα που πάντα έχουμεν , στην Κύπρον καρναβάλι
Γίνου τζι’ εσούνει μασκαράς , για να καλοπεράσεις
Αφού μπορείς μα δεν θελείς , τα πράματα να σάσεις
Αν είσαι μάστρος στες ψευτιές , λαλώ σου μεν ξιάσεις
Να πάεις του πολιτικού , την μάσκα να γοράσεις
Μιστόν πολλύν να κουττουκάς , να φάεις τζιαι να σπάσεις
Τζιαι όπ’ έσιεις φίλον τζιαι γνωστόν , τζι’ εσούνει να τον σάσεις
Μ’ αν την αλήθκειαν αγαπάς , τζιέν είσαι διγνωμίτης
Πουλούν τζιαί μάσκες είδατες , τζιαί ντύθου τραπεζίτης
Να τρώς να πίννεις τζιαί εσού , μ’ ολογρουσά κουτάλια
Τζιαί να συνάεις με ψευτιές , του κόσμου τα ριάλια
Μα πάλε αν το σκέφτεσαι , γιατί κατηορούν τους
Έσιει τζιαί κυβερνητικούς , Μάσκες τζι’ είδα πουλούν τους
Που άπαξ τζι’ έν να προσληφτείς , κολλάς σαν την αβτέλλα
Τζιαι μιαν ζωήν εν τζιυλάς , τ’ αβκόν με μαναβέλα
Καθίσειν νάσ’ ολημερής , τζιαι ο μιστός σιΐλιάες
Τζιαι στην αφυπηρέτησην , να φορτωθείς ππαράες
Μαν είσαι πλάσμα δίκαιο , κραείς τον ίσιο δρόμο
Πιάσε μια μάσκα Δικαστή , για να τηράς τον νόμο
Πον αυστηρός στο άδικο , το δίκαιον παλεύκει
Εν ευκολία η δουλειά , τίποτε δεν του φεύκει
Οι νόμοι μας εν λάστιχον , κάμνεις τι σε βολεύκει
Τζιαι ας φωνάζει ο φτωχός , τζιαι δίτζιον να γυρεύκει
Πάντως θυμούμ’ επρόσεξα , τζιαι είδα πως υπάρχου
Μάσκες πολλά ευγενικές , μάλλον Θαν του Δημάρχου
Τζι’ αν είσαι σκλεροδουλευτής , τζι’ αρέσκου σου τα έργα
Πιάσε που τούτην που λαλώ , μα οϊ ναν του Βέργα
Αν όμως κόβκεις στους πολλούς , πον θα μασκαρευτούμεν
Γιατί τα μασκαρέματα , άλλον δεν τα μπορούμεν
Κόπιασε στην παρέα μας , κανεί να σιωπούμεν
Τους Μασκαράες τζι’ εν πολλοί , π’ εμείς τους συντηρούμεν
Στες φτύματιες να πιάμεντε , χαΐριν αν θα δούμεν
Εξίχασα για να σου πω , πριν κλείσουμεν το θέμα
Αν έσιεις την ψευδαίσθησην , τζι’ εσούνει σαν εμένα
Πως τάχα γράφεις ποίματα , τζιεν τζιαι πετυχημένα
Τουτόν εν τέλεια εύκολον , ντύθου όπως εμένα …
[Πανίκος Γιατρός]
ΜΑΛΑΛΑ
Μαλάλα δεν σε γνώρισα, τζι’ ούτε ποττέ μου σ’ είδα
Μα που καρκιάς σ’ ευκαριστώ, γιατί μου δκιάς ελπίδα
Εκάμα σου τα κάστια, ιδέες να προδώσεις
Μο’ πλάστης ελυπήθεί μας, έθελεν να γλυτώσεις
Τζι’ αντί στον χάρον σέ πεψεν, μάθημα να μας δώσεις
Που τούτον τον κατήφορο, που πιάμε να μας σώσεις
Τζιαι γειώνει που επίστευκα, οι νέοι εν φελούσειν
Τζιαι θέλουν μόνον να γλεντούν, τζιαι να καλοπερνούσειν
Κοίταξε ήντα μάθημαν, σήμερα μου διούσειν
Ήρτες εσούνει κόρη μου, τα μμάτια να μ’ ανοίξεις
Πως είσαστεν καλλίτεροι, οι νέοι να μας δήξεις
Βοήθα οι ιδέες της, πλάστη μου για να λάμψουν
Τζι’ οι νέοι ούλλοι πας την γην, τον δρόμο να χαράξουν
Πέρκι τζιαι καταφέρουσειν, τα πράματα τζι’ αλλάξουν
Τζιαι κόσμο πιο καλλίτερον, που λλόου μας να φτιάξουν
Τζιαι μείς που γρόνια κάμποσα, στην ράσιη κουβαλούμε
Ν’ ανοίξουμεν τα μμάτια μας, τζιαι να παραδεχτούμε
Πως μ’ έτσι νούν που πάμεντε, εν να αφανιστούμε
Γι’ αυτόν παντού ξεριζωμούς, τζιαι σκοτωμούς θωρούμε
Πρέπει σε σας τους νέους μας, συγνώμη να σας πούμε
Τζιαι να σταθούμεν πόμακρα, να παρακολουθούμε
Τζιαι που τα βάθη της ψυσιής, ευτζιές να σας διούμε
Αν θέλουμεν καλλίτερον, τον κόσμον να τον δούμε ....
[Πανικός Γιατρός]
Συνοψίζοντας, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το να γράφουμε αλλά και να διαβάζουμε κυπριακή ποίηση, διατηρούμε τα ήθη και τα έθιμά μας, τις παραδόσεις, την κουλτούρα μας αλλά δίνουμε και στη γλώσσα μας τη θέση που της αξίζει. Υπάρχουν χιλιάδες ποιητές εκεί έξω, κάποιοι γράφουν με το μυαλό, άλλοι με τη ψυχή , άλλοι το ονομάζουν επάγγελμα, άλλοι χόμπυ. Το σίγουρο είναι πως ο,τιδήποτε γράφεται με το μελάνι της καρδιάς, είναι ένα πραγματικό ποιήμα. Άλλωστε όπως είπε και ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος : ''Άν άφεση δεν είναι η ποίηση, –ψιθύρισε μόνος του– τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος...''