Αναγέννηση
Από την αρχαία Ελλάδα μέχρι και τη Ρώμη
Ο Όρος «αναγέννηση» σημαίνει ότι κάτι γεννήθηκε ξανά. Χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το κλασικό πολιτισμό της Ελλάδας και της Ρώμης. Οι λόγιοι της αναγέννησης θεωρούσαν ότι οι αρχαίος πολιτισμός μπορούσε να αναγεννηθεί έπειτα από τη μεγάλη «σκοτεινή» περίοδο του Μεσαίωνα.
Επίσης, πίστευαν ότι η πνευματική ζωή ήταν δυνατόν επανακτήσει τη λαμπρότητα που είχε στους αρχαίους ελληνικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Οι διανοούμενοι της νέας εποχής θεωρούσαν η καλύτερη πηγή για μία τέτοια να αναζωογόνηση ήταν τα ίδια έργα της αρχαιότητας: τα γραπτά κείμενα, τα μνημεία τέχνης και αρχιτεκτονικής. Η μελέτη των αρχαίων κειμένων δεν ήταν μία νέα δραστηριότητα. Όλη μεσαιωνική πνευματική παραγωγή βασίστηκε στη μελέτη και στο σχολιασμό του έργου των μεγάλων συγγραφέων της αρχαιότητας και ειδικότερα του Αριστοτέλη.
Οι λόγιοι της Αναγέννησης όμως, επιθυμούσαν να αποδεσμευτούν από τους περιορισμούς που είχε επιβάλει ο μεσαιωνικός τρόπος μελέτης και έρευνας, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό καθορίζονταν από από τα θρησκευτικά δόγματα. Έτσι, είναι οι μελετητές αναζήτησαν τα μεγάλα έργα της αρχαιότητας στην πρωτότυπη μορφή τους.
Αυτά ήταν απαλλαγμένα από τους σχολιασμούς και τις ερμηνείες των μεσαιωνικών λογίων, ενώ παράλληλα επιδίωξαν να ανακαλύψουν νέα κείμενα που είχαν ξεχαστεί ή χαθεί. Παράλληλα, οι καλλιτέχνες της αναγέννησης άρχισαν να μελετούν τα αρχαία μνημεία, τα οποία αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης, για να ανανεώσουν τις ιδέες τους και τους τρόπους έκφρασης τους.