Ερωτικά κυπριακά δίστιχα
Όταν η Ποίηση συναντά... τον έρωτα
H Κύπρος, από αιώνες πριν, είναι ευρύτερα γνωστή για την ποιητική της παράδοση αλλά και για την τάση των ποιητών της να εξυμνούν απόλυτα τον έρωτα, την αγάπη και το πάθος ειδικά των αντρών προς τις γυναίκες που ερωτεύονταν και επιθυμούσαν να τις κάνουν γυναίκες τους και αγαπητικές τους.
Υπάρχουν πάρα πολλά και εξαιρετικά δημοφιλή ερωτικά δίστιχα που εξαιτίας της λιτότητας, της συντομίας και της πυκνότητάς τους, εξακολουθούν, έως και τις μέρες μας , να τραγουδιούνται ή να απαγγέλλονται, για παράδειγμα, σε γάμους, ακόμη και να ανανεώνονται ως είδος από ανώνυμους δημιουργούς που αυτοσχεδιάζουν πάνω στη σταθερή τους φόρμα, αλλά και από επώνυμους λογοτέχνες και ποιητές όπως ο Κ. Μόντης, Μ. Πασιαρδής, Κ. Χαραλαμπίδης και άλλοι.
Τα δίστιχα αυτά γράφονται σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο με αυτοτελές και ολοκληρωμένο νόημα και η καταγωγή τους εντοπίζεται στους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες στα ερωτικά «εκατόλογα» ή «καταλόγια» των βυζαντινών ιπποτικών μυθιστορημάτων και στην ομότιτλη συλλογή στίχων «Περί έρωτος και αγάπης» του 15ου αιώνα.
Παρακάτω, σας παραθέτουμε δυο ερωτικά ποιήματα που μας κάνουν να αναπολούμε όμορφες παλιές εποχές, με κύριο στοιχείο την αγνότητα του έρωτα, τον έντονο πόθο των ''ηρώων'' του ποιήματος αλλά και τη τόλμη των ερωτευμένων για τα δύσκολα τότε ζητήματα των σχέσεων και του γάμου.
Ακολουθούν τα ποιήματα
1. Είπουν της «Δος μου ’να φιλίν» τζ’ είπεν μου «Πκιάε δέκα»
τζ’ είπουν τζ’ εγιώ ’πού μέσα μου «Ίντα καλή γεναίκα»!
Πεζούνιν, αρκοπέζουνον ήσουν τζ’ εμέρωσά σε
τζαι τώρα που σ’ εμέρωσα έφυες τζ’ έχασά σε.
[Κ. Μόντης - Α. Χριστοφίδης, Κυπριακή Ανθολογία,
Alvin Redman Hellas, Αθήνα 1965]
2. Τα σείλη σου τα κότσινα θέλω να τα φιλήσω,
τζαι τζείνα στάσσουν το κρασίν, φοούμαι μεν μεθύσω.
Κόρη, να πεις της μάνας σου να κάμει τζι άλλην κόρην,
σαν έκαψεν την Βενεδκιάν, να κάψει τζαι την Πόλην.
Κόρη, π’ αφ’ ης σ’ αγάπησα ο νους μου σκανταλίστην,
όσος επήεν πάνω σου τζι ο άλλος εσκορπίστην.
Αναστενάζω, τρέμ’ η γή, χαμαί τσακρούν οι πέτρες,
τζαι τρέχουσιν τ’ αμμάδκια μου σαν τρέχουν οι χολέτρες.
Στους κάμπους αναστέναξα τζαι τα βουνά ραήκαν,
που πήραν την αγάπην μου τζαι δεν μου την αφήκαν.
Τα τζύμματα της θάλασσας τζαι τα λαμπρά μ’ εμέναν
ποττέ τους εν-ι-σβήννουσιν, γιατ’ έν συμπελλισμένα.
Ροδοντυμένη αγάπη μου, τ’ αδόνι’ άμα σε δούσιν,
θαρρούν πως έν η άννοιξη τζαι γλυκοτζελαδούσιν.
Νυχτώννει τζαι παρακαλώ πότε να ξημερώσει,
για να σε δουν τ’ αμμάδκια μου τζι ο νους μου να μερώσει.
Βασιλιτζιάν τζαι λασμαρίν τζι αθθόν του γλυκανίσσου
ο έρωτας τα μάζεψεν τζι έκαμεν το κορμίν σου.
Ο έρωτας δενν έν αθθός μαζίν του για να παίξεις
μον’ ένι βάτος μ’ αγκαθκιές τζι αλοίμονον αν μπλέξεις.
Σαν μέραν του καλοτζαιρκού, που ’ν του νερού καμένη,
έτσ’ ένι τζι η καρτούλλα μου για σέν’ πεθυμισμένη.
Αντάν να βκεί στον ηλιακόν να δκιανευτεί τζαι δώ την,
παθθάννω σαν την θάλασσαν όταν την λάμνουν νότοι.
Άνταν δικλήσουν τζαι με δούν τα μαύρα της τ’ αμμάθτζια
σαν να με πιλατεύκουσιν του κάστρου τα κομμάθτζια.
Σάν το λεμόνιν τζίτρινον μ’ έκαμεν ο σεβτάς σου,
που δεν με ’φήννεις να χαρώ πέντε λεπτά μιτά σου.
[Κ.Π. Χατζηιωάννου, Κυπριακά διαλεκτικά κείμενα, Αμμόχωστος 1961]