Παλιά Λεμεσός: η “ψαρομάνα” που έγινε μαρίνα

Παλιά Λεμεσός: η “ψαρομάνα” που έγινε μαρίνα

Μικρές ιστορίες που ξυπνούν εικόνες και αναμνήσεις

Η Λεμεσός της δεκαετίας του ’70 και του ’80 ξυπνούσε με την αλμύρα στο στόμα. Στο Παλιό Λιμάνι, εκεί όπου σήμερα απλώνονται μπουτίκ, καφέ και μια υπερσύγχρονη μαρίνα, τότε ακούγονταν ξύλα να τρίζουν, μηχανές να γουργουρίζουν χαμηλά, και οι γλάροι να τσακώνονται πάνω από τα τελάρα. Το λιμάνι αυτό είχε στηθεί στα χρόνια της Βρετανικής διοίκησης, τη δεκαετία του ’50, ως συμπλήρωμα της Αμμοχώστου—κι έγινε για περίπου είκοσι χρόνια η φλέβα της πόλης. 

Το 1974 το “Νέο Λιμάνι” μπαίνει σε πλήρη λειτουργία και η ζυγαριά γέρνει: οι μεγάλες φορτοεκφορτώσεις μετακομίζουν δυτικά κι ο παλιός μώλος μικραίνει· μένουν τα καΐκια, οι βάρκες του Λιμενικού, τα σκάφη αναψυχής και—πάνω απ’ όλα—οι ψαράδες. Από τότε, το Παλιό Λιμάνι κρατάει τον ρόλο του καταφυγίου· ένας μικρός, προστατευμένος κόρφος για τη θάλασσα των ιστοριών.

Στις αρχές του 2010 ξεκινά η μεγάλη ανάπλαση: ξύλινοι περίπατοι, γυάλινες προσόψεις, πλατείες και ένα καινούριο πρόσωπο για την παραθαλάσσια καρδιά της πόλης. Τα έργα τρέχουν από το 2010 ως το 2014—και δίπλα τους γεννιέται η Μαρίνα Λεμεσού, που ανοίγει επίσημα τον Ιούνιο του 2014, φέρνοντας σούπεργιοτ και ένα νέο κομψό σύμπαν πάνω στο παλιό ναυτικό αποτύπωμα.

Κι όμως, κάτω από το γυαλιστερό καινούριο, συνεχίζει να χτυπά ο ρυθμός του παλιού. Η πόλη είχε ήδη ξαναπιάσει την επαφή της με τη θάλασσα από τα έργα στον Μώλο, και το Παλιό Λιμάνι—ανανεωμένο—έγινε ξανά σημείο συνάντησης. Μένει ακόμη καταφύγιο για αλιευτικά και μικρά σκάφη, ένας τόπος που ισορροπεί την ανάμνηση με το παρόν.

Οι ψαριές: παραγάδια, δίχτυα κι ένα φεγγάρι για φακό

Οι παλιοί θυμούνται: «Το καΐκι, το τρεχαντήρι μας, μύριζε πίσσα και πεύκο. Βγαίναμε πριν χαράξει. Άμα είχε φεγγάρι, έλεγες πως φτάνει για φακό». Τα βράδια ήταν για το παραγάδι—χιλιάδες αγκίστρια περασμένα με σαρδέλα ή σουπιά—και τα ξημερώματα για τα δίχτυα: γρι-γρι για τα κοπάδια, καθετές για τα βυθόψαρα, καμιά φορά και τρατάκια ρηχά για τον βώλο. Η καλή μέρα φαινόταν από τον αέρα: νοτιάς για να σηκώνει τα αφρόψαρα, μα όχι να σηκώνει κύμα που κόβει τη δουλειά.

Στο γύρισμα, η είσοδος στο Παλιό Λιμάνι είχε τον δικό της κανόνα: σβηστή μηχανή, μικρή φόρα και μάτια στα μάτια με τους άλλους—κανείς δεν ήθελε γρατζουνιές στα μόλα και φωνές μέσα στον κόπο. Στην προβλήτα, πρώτη κίνηση: πάγος. Οι τενεκέδες άσπριζαν κι ο αέρας γέμιζε ψυχρό αλάτι.

Εκφορτώσεις και τελάρα: το μικρό τελετουργικό

Η εκφόρτωση ήταν τελετουργία. Τα τελάρα στοίβες—τσιπούρες, σαυρίδια, μπαρμπούνια, λυθρίνια—κι ο μάστορας με το κιμωλιοκόντυλο να γράφει γρήγορα το όνομα του καϊκιού και το κιλό. Οι ψαράδες φορούσαν λαστιχένιες μπότες και εκείνα τα ξεθωριασμένα μπουφάν που είχαν πάντα μια μυρωδιά ντίζελ και αρμύρας. Παιδιά τριγύρω—του λιμανιού—περίμεναν «να πιάσουν κάνα μικρό» για το τηγάνι της μάνας.

Η αγορά: «Φρέσκο ψάρι, της ώρας!»

Η Λεμεσός είχε την καθημερινή της διαδρομή. Με το που έδεναν τα καΐκια, έβγαιναν τραπεζάκια, τοποθετούνταν οι ζυγαριές, κι άρχιζαν οι φωνές: «Φρέσκο! Φρέσκο της ώρας!» Οι νοικοκυρές ήξεραν τι να κοιτάξουν: μάτι καθαρό, βράγχια κόκκινα, σάρκα να στέκει. Κάποιοι ερχόντουσαν κατευθείαν από το γραφείο, με πουκάμισο και χαρτοφύλακα, να “κλείσουν” δυο τσιπούρες. Ήταν η χαρά της αμεσότητας—θάλασσα, δίχτυ, τελάρο, σπίτι.

Προφορικές μαρτυρίες της εποχής

Σημείωση: Τα παρακάτω είναι σύνθεση από αφηγήσεις παλιών Λεμεσιανών ψαράδων της δεκαετίας ’70–’80, όπως διασώζονται σε τοπικές μνήμες και προφορικές ιστορίες.

— Γιώρκος, “ο Μαυρογένης”, 74 ετών σήμερα:
«Μεγάλωσα στο λιμάνι. Πρώτο αγκίστρι, το ’65. Τότε, το πρωί ήσουν θάλασσα, το βράδυ έραβες δίχτυ. Τα παραγάδια τα στρώναμε με το φως της λάμπας πετρελαίου. Αν άκουγες δελφίνια, χαμογελούσες—σημαίνει έχει ζωή. Το χειρότερο ήταν η νηνεμία: φαίνεται εύκολη, μα είναι προδοσιά· τα ψάρια δεν ανεβαίνουν.»

— Μιχάλης, καπετάνιος σε τρεχαντήρι:
«Η εκφόρτωση ήταν ολόκληρη γιορτή. Ερχόταν ο κόσμος, έπιανε κουβέντα, ρωτούσε “τι έχει σήμερα;”. Εμείς δίναμε καμιά κουτσομούρα στον μπόμπηρα που περίμενε. Και ξέρεις; Όσο πιο μικρό το καΐκι, τόσο πιο μεγάλη η περηφάνια—γιατί όλα γίνονταν με τα χέρια.»

— Μαρία, κόρη ψαρά:
«Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει: “Ρίξε λεμόνι, Μαρία, να ‘ρθει η θάλασσα στο σπίτι”. Κι έτσι ήταν: η πόλη μύριζε ψάρι τα πρωινά. Ο πατέρας γύριζε με αλάτι στα φρύδια και έλεγε πάντα: “Άμα θες να σώσεις την ψαριά, μοίρασέ την”.»

 

Σήμερα, δίπλα στα ψαροκάικα δένουν γιοτ πολλών μέτρων. Η Μαρίνα Λεμεσού—ένα έργο που άλλαξε τη φυσιογνωμία της περιοχής δίνοντας νέα πνοή σε τουρισμό και αναψυχή—στάθηκε πάνω στο συνονθύλευμα μνήμης και θάλασσας της πόλης. Μαζί με την ανάπλαση του Παλιού Λιμανιού, η παραλιακή ζώνη έγινε ξανά προέκταση της καθημερινότητας των Λεμεσιανών. Το Παλιό Λιμάνι δομήθηκε στη δεκαετία του ’50· το 1974 λειτουργεί το Νέο Λιμάνι κι ο ρόλος του παλιού περιορίζεται σε αλιευτικό/αναψυχής. Μεταξύ 2010–2014 ολοκληρώνεται η ανάπλαση της ζώνης του Παλιού Λιμανιού, ενώ η Μαρίνα Λεμεσού ανοίγει επίσημα τον Ιούνιο του 2014. Μαζί με τις παρεμβάσεις στον Μώλο (Ακτή Ολυμπίων), η πόλη ξαναπιάνει την παλιά της θαλασσινή ταυτότητα.

Κι αν αναζητήσεις σήμερα το “παλιό”, θα το βρεις στα πρωινά φορτώματα πάγου, σε ένα γέρικο τρεχαντήρι που επιμένει, στα χέρια που ράβουν δίχτυ σε μια γωνιά. Η θάλασσα δεν αλλάζει γρήγορα· αλλάζουν οι όχθες της.