Friday 01/01/2021
Τα θλιβερά μαθηματικά του ιού
και το σύνδρομο μετά-Covid
Το 28% των ατόμων άνω των 85 ετων που μολύνονται από κορωνοϊό, πεθαίνουν. Το ίδιο και το 8,5% των ανθρώπων μεταξύ 75-84 ετών. Όσο πέφτει η ηλικία, τόσο πέφτουν και τα ποσοστά. Το ποσοστό θανάτων στις ηλικίες 65-74 ετών πέφτει στο 2,5% ενώ για την ηλικιακή ομάδα των 55- 64 χρόνων δεν ξεπερνά το 0,75%. Τα ποσοστά είναι σωστά και επιβεβαιωμένα. «Ανακουφίζουν» ή/και «χαλαρώνουν», τους νεότερους, τρομάζουν τους υπερήλικες, προκαλούν έντονη ανησυχία στους ηλικιωμένους. Η απλή ανάγνωση ωστόσο των ποσοστών, δίνει λάθος μηνύματα και δημιουργεί παγίδες.
Με βάση τα επίσημα δεδομένα της Κύπρου, τους τελευταίες τρεις μήνες, το 70% (69,9% σύμφωνα με την τελευταία εθνική αναφορά) των ανθρώπων που καταδεικνύονται μετά από εξέταση, θετικοί στον ιό (κρούσματα), παρουσιάζουν συμπτώματα και από αυτούς, το 5% χρειάζεται ενδονοσοκομειακή περίθαλψη.
Αυτό σημαίνει ότι, το 30% δεν έχει καθόλου συμπτώματα και το υπόλοιπο 65% δεν θα χρειαστεί νοσηλεία. Και πάλι, με μια πρώτη ανάγνωση τα ποσοστά αυτά είναι καθησυχαστικά. Δεν υπάρχει άλλωστε λόγος για αμφισβήτηση τους, είναι επιβεβαιωμένα σε διεθνές επίπεδο.
Όσο περνούν όμως οι μήνες, ο νέος αυτός ιός, αρχίζει να δίνει νέα σημάδια στους ειδικούς. Έτσι, τα ποσοστά αυτά πρέπει πλέον να προσθέτουμε άλλο ένα αφού από το 70% των ανθρώπων που παρουσιάζουν συμπτώματα, (είτε χρειαστούν είτε όχι νοσηλεία), το 30% θα ζήσει το «μετά-COVID» σύνδρομο, θα συνεχίσει δηλαδή να ζει με συμπτώματα, ίδια ή παρόμοια με αυτά που προκαλεί η νόσος του κορωνοϊού, για μεγάλο χρονικό διάστημα (ενδεχομένως με το πέρασμα του χρόνου να αποδειχθεί ότι τα προβλήματα αυτά θα μετατραπούν σε «χρόνια» για κάποιους ανθρώπους).
«Όσο αυξάνεται ο αριθμός των κρουσμάτων, τόσοι περισσότεροι άνθρωποι θα κινδυνεύουν να παρουσιάσουν σοβαρά συμπτώματα» αναφέρει μιλώντας στον «Φ» ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Τσιούτης, ο οποίος ως γιατρός παρακολουθεί ασθενείς που πέρασαν από την περιπέτεια του κορωνοϊού και υπογραμμίζει ότι αυτό ισχύει και «για τις μικρότερες ηλικίες».
«Η νόσος COVID19 (η ασθένεια δηλαδή που προκαλεί ο κορωνοϊός), είναι μία λοίμωξη που προσβάλλει κυρίως το αναπνευστικό σύστημα, αν και μπορεί να προσβάλει αρκετά άλλα συστήματα και όργανα του οργανισμού, (νευρολογικό σύστημα, καρδιά, νεφρά)».
Επειδή μεταδίδεται εύκολα (πιο εύκολα από τη γρίπη με την οποία συχνά γίνεται σύγκριση), «τους τελευταίους μήνες καταγράφεται καθημερινά τεράστιος αριθμός ατόμων που προσβάλλονται. Ένα σημαντικό ποσοστό των ατόμων με COVD19 δεν κάνουν συμπτώματα (οι λεγόμενοι ασυμπτωματικοί), αλλά η πλειοψηφία των καταγεγραμμένων περιστατικών παρουσιάζει συμπτώματα, τα οποία μπορεί να ποικίλουν σε βαρύτητα και σε διάρκεια».
Στην πραγματικότητα, εξηγεί ο Καθηγητής, «η ηλικία είναι ο παράγοντας που επηρεάζει σε μεγαλύτερο βαθμό τη σοβαρότητα της λοίμωξης COVID19. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι τα περισσότερα άτομα που πεθαίνουν, είναι ηλικίας άνω των 70 ετών». Ωστόσο, «πρέπει να σημειωθεί ότι η COVID19 προκαλεί συμπτώματα και σε νεότερους ανθρώπους και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις, η ασθένεια έχει μεγάλη διάρκεια, πέραν των 3 εβδομάδων».
Τα δεδομένα αναλυτικά
Έννοιες όπως «θνητότητα», «σοβαρή νόσος», «νοσηλεία σε ΜΕΘ» ή «διάρκεια της νόσου», περιλαμβάνονται τους τελευταίους δέκα μήνες στην καθημερινότητα μας. Τι σημαίνουν αυτές οι έννοιες και πως μεταφράζονται;
-Θνητότητα (δηλ. θάνατος λόγω COVID19). Τα δεδομένα δείχνουν ότι καταγράφεται κατά 28% στα άτομα άνω των 85 ετών, 8,5% στα άτομα 75-84 ετών, 2.5% στα άτομα 65-74 ετών και 0.75% στα άτομα 55-64 ετών.
Όπως εξηγεί όμως ο κ. Τσιούτης: «σαν ποσοστό φαίνεται χαμηλό στις πιο μικρές ηλικιακές ομάδες αλλά πρέπει να επισημάνουμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων με κορωνοϊό, ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα των 18-60 ετών».
Άρα, «όσο περισσότεροι νοσούν, τόσο περισσότεροι θα πεθάνουν».
-Σοβαρή νόσος: Αυτή μπορεί να καθοριστεί με διάφορους τρόπους: πχ. άτομα που χρειάζονται νοσηλεία, επειδή συνήθως έχουν χαμηλό οξυγόνο, ή άτομα που χρειάζονται εισαγωγή στη ΜΕΘ επειδή πάσχουν πολλαπλά όργανα».
Τα στοιχεία δείνουν ότι «το 5% των ατόμων με συμπτώματα, καταλήγει στο νοσοκομείο και το 50% αυτών που νοσηλεύονται είναι κάτω των 64 ετών».
-Νοσηλεία σε ΜΕΘ: Το 5-10% των νοσηλευόμενων χρειάζονται νοσηλεία σε ΜΕΘ. Ενδεικτικά στην Ελλάδα, όπου ο αριθμός των διασωληνωμένων είναι αρκετά υψηλός, το 50% των διασωληνωμένων ασθενών είναι νεότερα από 65 ετών.
-Όταν ένας άνθρωπος εισαχθεί στη ΜΕΘ, έχει πιθανότητα 30-50% να πεθάνει.
-Ένα άτομο που θα καταλήξει σε ΜΕΘ, συνήθως έχει συμπτώματα 7-10 μέρες πριν μπει στη ΜΕΘ,
-Παραμένει στη ΜΕΘ για 10-15 ημέρες, ενώ μετά την έξοδό του χρειάζεται νοσηλεία σε κοινό θάλαμο για κάποιες ημέρες πριν πάρει εξιτήριο.
«Στη συνέχεια το άτομο αυτό, χρειάζεται αποκατάσταση αρκετές εβδομάδες».
-Διάρκεια νόσου: ο βαριά πάσχων, ο άνθρωπος δηλαδή, που θα νοσηλευθεί σε ΜΕΘ, έχει διάρκεια νόσου τουλάχιστον ένα μήνα και χρειάζεται επιπλέον αρκετές εβδομάδες αποκατάστασης.
Όμως, όπως φαίνεται από οργανωμένες μελέτες, «η μακρά διάρκεια νόσου δεν αφορά μόνο άτομα που παρουσιάζουν πολύ σοβαρά συμπτώματα».
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΘΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ ΔΥΟ ΒΑΣΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
1. Αφήνει μόνιμες βλάβες η συγκεκριμένη κατάσταση;
«Αυτό παραμένει άγνωστο, καθώς πρέπει να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα παρακολούθησης. Τα άτομα αυτά έχουν όντως κάποιες βλάβες στα όργανά τους, όπως διαταραχές στη σπιρομέτρηση, προσβολή του μυός της καρδιάς, διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, τα συμπτώματά τους βελτιώνονταν, αν και με αργό ρυθμό».
2. Πώς αντιμετωπίζεται;
«Αν και έχουν εκδοθεί οδηγίες (πχ. από το National Institute for Health and Care Excellence (NICE) του Ηνωμένου Βασιλείου), ο τρόπος που μπορεί η κατάσταση αυτή να διαγνωσθεί εγκαίρως και να αντιμετωπισθεί είναι εξατομικευμένος. Δηλαδή, κάθε άτομο με ιστορικό COVID19 και εμμένοντα συμπτώματα, θα πρέπει να υποβληθεί σε αναλυτική ιατρική εκτίμηση, να ληφθεί αναλυτικό ιστορικό, να γίνει προσεκτική και διεξοδική κλινική εξέταση.
Αναλόγως των ευρημάτων, θα σχεδιασθεί καταλλήλως η διερεύνηση (π.χ. με σπιρομέτρηση, ακτινογραφία θώρακα, υπέρηχο καρδιάς, εξετάσεις αίματος) και θα προσαρμοστεί η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και η αποκατάσταση. Εκτός της ιατρικής φροντίδας με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, τα άτομα αυτά μπορεί να χρειάζονται ειδικές διατροφικές συμβουλές, φυσικοθεραπεία και ψυχολογική υποστήριξη. Ως εκ τούτου, η προσέγγιση των ασθενών αυτών είναι συχνά πολυπαραγοντική και χρειάζεται συμβολή από πολλές διαφορετικές ειδικότητες».
Σύνδρομο μετά-COVID19
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΜΕΝΟΥΝ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΟΥΝ
Το μετά-COVID19 σύνδρομο, είναι μια έννοια που τώρα προστίθεται στον συρφετό όλων των υπόλοιπων επιστημονικών ορολογιών που μπαίνουν καθημερινά στα σπίτια μας από τηλεοράσεως και ραδιοφώνου από την ημέρα που έκανε την εμφάνιση του στην γη ο κορωνοϊός.
Τι είναι ακριβώς αυτό το σύνδρομο, πόσο μας επηρεάζει και γιατί ανησυχεί τους επιστήμονες;
-Αφορά ανθρώπους οι οποίοι μολύνονται από τον ιό, παρουσιάζουν συμπτώματα και μετά την αποδέσμευση τους, είτε έχουν αρνητικό αποτέλεσμα είτε διατηρούν για μεγάλο χρονικό διάστημα το θετικό αποτέλεσμα στις εργαστηριακές εξετάσεις αλλά δεν μεταδίδουν τον ιό.
-Αρκετές μελέτες πλέον δείχνουν ότι τα συμπτώματα της νόσου COVID19 μπορεί να παραμείνουν για πέραν των 4 εβδομάδων (εμμένοντα συμπτώματα), αλλά και πέραν των 12 εβδομάδων (σύνδρομο μετά-COVID19).
-Συνολικά η κατάσταση αυτή ονομάζεται long COVID19.
-Αφορά άτομα που μολύνθηκαν από τον κορωνοϊό, νόσησαν αλλά δεν μεταδίδουν πλέον τη νόσο.
-Εμφανίζουν την κατάσταση αυτή λόγω της υπολειπόμενης φλεγμονής και της πιθανής βλάβης σε διάφορα όργανα.
-Η κατάσταση αυτή παρατηρείται σε τουλάχιστον 30% των ατόμων που αναπτύσσουν συμπτώματα όταν προσβληθούν από τον ιό, ενώ η ηλικία και τα υποκείμενα νοσήματα δεν έχουν ρόλο για το ποιος θα παρουσιάσει εμμένοντα συμπτώματα, καθώς παρατηρείται σε όλες τις ηλικίες. Μάλιστα φαίνεται ότι περισσότερα από τα μισά άτομα με long-COVID19 είναι κάτω των 45 ετών.
-Φαίνεται ότι τα άτομα που χρειάσθηκαν νοσηλεία κατά τη διάρκεια της νόσου COVID19, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν την κατάσταση αυτή και τα συμπτώματά τους είναι πιο έντονα.
-Μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα με long-COVID19 αργούν να επανέλθουν στην καθημερινότητά τους και στην εργασία τους, ενώ περισσότερο από 50% των ατόμων με long-COVID19 χρειάζονταν φροντίδα μέχρι 3 μήνες μετά την νόσο.
Τα συχνότερα συμπτώματα που παρατηρούνται στην κατάσταση αυτή είναι
·εύκολη ή συνεχής κούραση,
·πόνοι στους μύες (μυαλγίες),
·συχνοί πονοκέφαλοι,
·δυσκολία στην αναπνοή η οποία μπορεί να είναι διάρκειας λίγων λεπτών ή και μεγαλύτερης διάρκειας,
·διαταραχές γεύσης, όσφρησης,
·ζαλάδα – πτώση της πίεσης ειδικά σε όρθια θέση,
·ταχυκαρδία, βάρος στο στήθος,
·διαταραχές της μνήμης – δυσκολία στη συγκέντρωση,
·διαταραχές του ύπνου (αϋπνία, εφιάλτες),
·χρόνιο άγχος, κρίσεις πανικού.
«Είναι λοιπόν εμφανές ότι τα συμπτώματα της μακράς νόσου COVID19, μοιάζουν πολύ με τα συμπτώματα της ίδιας της λοίμωξης».
Άρχισαν ήδη να δημιουργούνται «κλινικές long-COVID19»
«Σε αρκετές χώρες του εξωτερικού, ειδικά αυτές που έχουν προσβληθεί σε μεγαλύτερο βαθμό, έχουν στηθεί κλινικές long-COVID19 για να εξυπηρετούν τα άτομα που χρειάζονται εξειδικευμένη προσέγγιση και φροντίδα. Στην Κύπρο, αν και δεν υπάρχει οργανωμένο σύστημα καταγραφής ασθενών με long-COVID19, αρκετά κέντρα έχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσουν και να παρακολουθούν τους ασθενείς με long-COVID19, καθώς και να τους παρέχουν τη φροντίδα που χρειάζονται.
Η πρόσφατη έξαρση της νόσου COVID19 στην Κύπρο σηματοδοτεί την ανάγκη για συνεχή ενημέρωση του ιατρικού κόσμου για το ενδεχόμενο να προκύψουν αρκετά άτομα με εμμένοντα συμπτώματα μετά τη νόσο COVID19, ώστε να εντοπισθούν εγκαίρως και να λάβουν την κατάλληλη φροντίδα».