Λίμνη Μαγκλή
Της ζωής μας καταψύκτης!
Διάβαζα ψες γραφές του Κόντογλου, έπλεα μες των γραφών του τη μεστωμένη εμπειρική σοφία, παρατηρούσε λέει τους ανήσυχους ανθρώπους να τρέχουν από τη μια έξοδο στην άλλη, ζωή γεμάτη, θορυβώδη, στις μουσικές, στο φαγοπότι ξέχειλη, να κοπιάζουν σε μήκος χρόνου για να αποκτήσουν λεφτά και να τα σπαταλούν σε χρόνο σύντομο για μια φευγαλέα στιγμή απόλαυσης!
Κι εκείνος εκεί να αφουγκράζεται τη ζωή με λιτά μέσα, το κελάηδημα ενός αηδονιού, το παιγνίδισμα του ανέμου μες το φύλωμμα του πλάτανου!
Το ´νοιωσα έντονα εχθές σε ένα ορεινό μονοπάτι περπατώντας όταν σε όλο το μήκος πετούσαν μαζί μου πεταλούδια! Καταρράκτης Καληδονιών! Από του Τροόδους το ύψωμα κατηφορίζουν με τους διαβάτες μαζί κι οι πεταλούδες! Μαγεία! Κάθε που μία από αυτές καθόταν ατάραχη σε ένα ανθάκι σταματούσα κι εγώ και τη χάζευα! Χαιρόμουνα! Σαν μικρό παιδί που βαστά το μεγενθυντικό φακό του! Πότε ενεργοποιούσα τη φωτογραφική πότε καθόμουν σταυροπόδι καταγής και τη σκιτσάριζα! Πετούσε αυτή κινούσα βήματα πιο κάτω κι εγώ!
Στο νερό πιο κάτω αν και διστακτική αρχικά μήπως κρυώσω μετά ξεθάρρεψα κι άφησα το κρύο νερό να μου χαρίσει το αιφνιδιαστικό ταρακούνημα της εξοχής, της ζωής που είτε βαριέσαι δεν βαριέσαι σε προσκαλεί στη δίνη της ζωής, στους ρυθμούς των εποχών της και μη νομίζετε συμπορευόμαστε με τις εποχές, ανθούμε, φυλλοροούμε, πέφτουμε σε χειμερία νάρκη και εαρινή ενέργεια!
Στη σκέψη μου ήλθε ο αγαπημένος μου καθηγητής, η συναισθηματική μπλοκαρισμένη μας ενέργεια, οι φόβοι που περάσαν οι δικοί μας γονείς, θα είναι φόβοι μας ακόμα κι αν δεν μας μίλησαν για φόβο ποτέ! Η σκλαβιά! Η κατοχή! Η υποταγή! Η καταβύθιση μες σε παγωμένο νερό ώστε να σπάσει της ψυχής ο τσαμπουκάς και να αριθμήσουν έναν-έναν τους συναγωνιστές τους! Η όποια τουρκό- ή αγγλό- ή μεταναστοκρατία! Συρρικνώνουν όλα την ζωντανή μας την ψυχή! Περνάνε με έναν τρόπο θύμησης στη μνήμη των κυττάρων μας, η εισβολή, η αγχόνη, τα ρόπαλα, τα μαστίγια, οι αιχμηρές τους απολήξεις στην τρυφερή μας πλάτη, των καδενών των τανκς το τρίξιμο στην ασφάλτινη στράτα!
Θα ψάχνει το πιθηκάκι του Παβλόφ την μάνα τη γούνινη αντί για την ψυχρή συρμάτινη αγκαλιά, θα τρέχει το ποντίκι φοβισμένο αποπροσανατολισμένο σε όποιο μοιαστό λαβύρινθο βρεθεί γιατί την κουβαλεί τη μνήμη, την εμπειρία στο κύτταρο, στο αίμα του από τότε που γενιές πριν σε κάποιον παππού του ποντικό έκαναν ηλεκτροσόκ μες τον λαβύρινθο!
Παρατηρώ τα σημερινά παιδιά, αν φταίει της εκλεπτυσμένης ενάρετης παιδείας η έλλειψη, αν φταίει η πληθώρα η χρηματική, οι ανέσεις, αν συγκαλύψαμε με ενοχή κενά δικά μας και δώσαμε, δώσαμε, μην κλάψουν δώσαμε, μην στερηθούν όπως εμείς, μην νοιώσουν απειλή, μια φούσκα φτιάξαμε, σαπουνόφουσκα των παιδικών ετών μας που τη χρωματίζει μεταλλιζέ ο άνεμος σε κάθε φύσημα και σκάει, κάποια στιγμή πού θα πάει σκάει κι είναι το παιδί μαζί κι εμείς εκτεθειμένοι στην πικρή πραγματικότητα, της κατοχής, της υποταγής, της υποδούλωσης, της συρρίκνωσης, της φοβίας, της κακής μεταξύ μας σχέσης ως γονέων του, ενός προσποιητού πολιτισμένου διαζυγίου ευήμερου, μιας κλονισμένης ποιοτικής με τους δικούς μας γονείς σχέσης, κακόγουστοι υπάλληλοι που στέκουμε μπρος στον εργοδότη μας με σεβασμό και προσοχή μα τον αναθεματίζουμε στην πρώτη ευκαιρία με συναδέλφους, φοβία, προσποιητή ζωή που ενεργοποιείται με την παραμικρή αφορμή μα που δεν καθίσαμε κάτω να τη διαχειριστούμε, να τη μερέψουμε, να την μπαλώσουμε, να τη γιατρέψουμε την άκρη της να βρούμε!
Φεύγει η ζωή κι εμείς εκεί, σε ένα σακί της μνήμης σέρνουμε εμάς μαζί και τα βαριά μας βήματα, προσποιητοί χαμογελαστοί νεκροί ζωντανοί!